Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη επιστημόνων από την Ερευνητική Σχολή Αστρονομίας και Αστροφυσικής και την Ερευνητική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας.
Πιο συγκεκριμένα, όπως δείχνει η ανάλυσή τους, ένας τυπικός αστέρας στον Γαλαξία μας διαθέτει κατά μέσο όρο δύο πλανήτες οι οποίοι περιφέρονται γύρω από αυτόν, με τροχιές που βρίσκονται εντός της κατοικήσιμης ζώνης. Σύμφωνα με τον επιστημονική ορολογία, κατοικήσιμη ζώνη ονομάζεται ένα συγκεκριμένο εύρος αποστάσεων από τον μητρικό αστέρα, το οποίο έχει σαν συνέπεια η ηλιακή θερμότητα που φτάνει στον πλανήτη που κινείται σε αυτήν να έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη θερμοκρασιών κατάλληλων για τη διατήρηση του νερού σε υγρή μορφή. Κάτι τέτοιο θεωρείται κρίσιμη προϋπόθεση για την ανάπτυξη έμβιων οργανισμών.
«Ξέραμε ήδη πως οι “πρώτες ύλες” για τη δημιουργία ζωής αφθονούν, ενώ τώρα διαπιστώνουμε πως το ίδιο ισχύει και για τα ευνοϊκά περιβάλλοντα», αναφέρει ο αναπληρωτής καθηγητής Λάϊνγουαϊερ από το πανεπιστήμιο της Αυστραλίας.
Ωστόσο, η ομάδα παραδέχεται πως υπάρχει χαώδης διαφοράς ανάμεσα στους «πρωτόγονους» μικροοργανισμούς, μέχρι τις νοήμονες μορφές ζωής που έχουν αναπτύξει πολιτισμούς και ενδεχομένως αναζητούν κι αυτές «σημάδια» άλλων προηγμένων κοινωνιών, όπως ο δικός μας.
Επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί το σενάριο ορισμένοι εξωγήινοι πολιτισμοί να μην υπάρχουν σήμερα, καθώς αυτοκαταστράφηκαν στην πορεία. Ένα ενδεχόμενο που επισήμανε ο διάσημος φυσικός Καρλ Σαγκάν, προειδοποιώντας για τις συνέπειες καταστροφικών τεχνολογιών.
Το διαστημικό τηλεσκόπιο Kepler επικεντρώνεται κυρίως στην αναζήτηση πλανητών που βρίσκονται πολύ κοντά στους μητρικούς αστέρες τους, με συνέπεια η θερμότητα σε αυτούς να είναι αρκετά υψηλή για τη διατήρηση των όποιων ποσοτήτων νερού σε υγρή κατάσταση. Η επιστημονική ομάδα όμως επέκτεινε τα αποτελέσματα από τις αναζητήσεις του Κέπλερ, επιστρατεύοντας μια θεωρία που χρησιμοποιήθηκε για την πρόβλεψη ύπαρξης του Ουρανού στον ηλιακό μας σύστημα.
Έτσι, εφαρμόζοντας υπολογισμούς περιόδων στην πλανητική ακολουθία των εξωπλανητών που έχουν εντοπισθεί από το διαστημικό τηλεσκόπιο, και χρησιμοποιώντας τον από τον νόμο Τίτιους-Μπόουντ, ο οποίος διατυπώθηκε πριν από 200 χρόνια, η μελέτη κατάληξε στην πρόβλεψη 77 πλανητών σε 40 ηλιακά συστήματα που έχουν ανακαλυφθεί έως τώρα.
Μάλιστα, οι υπολογισμοί υποδεικνύουν 228 επιπλέον πλανήτες σε 151 πλανητικά συστήματα που ταυτοποίησε το Κέπλερ. Ένα νούμερο που μεταφράζεται σε, κατά μέσο όρο, τουλάχιστον 2 πλανήτες στην κατοικήσιμη ζώνη, ανά αστέρα.
«Χρησιμοποιήσαμε τον νόμο Τίτιους-Μπόουντ και τα δεδομένα του τηλεσκοπίου, για να προβλέψουμε τις θέσεις πλανητών που το Κέπλερ δεν μπορεί να ανιχνεύσει», προσθέτει ο επιστήμονας.
Ο νόμος Τίτιους-Μπόουντ, σύμφωνα με την naftemporiki.gr, προβλέπει την απόσταση των τροχιών των πλανητών σε ένα ηλιακό σύστημα. Συσχετίζει τις μέσες αποστάσεις από τον μητρικό αστέρα, με βάση ένα απλό μαθηματικό μοντέλο Τίτιους στο 1766 και περιγράφηκε με μαθηματική εξίσωση από τον Τζ. Μπόουντ. Προέβλεψε την ύπαρξη του Ουρανού, απέτυχε όμως στην περίπτωση του Ποσειδώνα. Παράλληλα, επέτρεψε στον Μπόουντ να προβλέψει την ύπαρξη ενός ακόμη πλανήτη ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, με ιδιότητες που ταιριάζουν στην νάνο πλανήτη Δήμητρα.