Συναγερμός έχει σημάνει στην ιατρική κοινότητα, καθώς, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας υπάρχει ενδεχόμενο να εξαπλωθεί ένας νέος κοροναϊός που εμφανίστηκε στην Κίνα.
Μια Κινέζα τέθηκε σε καραντίνα στην Ταϊλάνδη μετά την προσβολή της από μυστηριώδες στέλεχος κοροναϊού (οικογένεια ιών στην οποία ανήκει ο Sars), ανακοίνωσαν οι αρχές της χώρας. Είναι η πρώτη φορά που εντοπίζεται τέτοιο κρούσμα εκτός της Κίνας.
Συνολικά 41 κρούσματα πνευμονίας έχουν καταγραφεί στην πόλη Βουχάν στην κεντρική Κίνα, τα οποία, σύμφωνα με προκαταρκτικά αποτελέσματα εργαστηριακών εξετάσεων που επικαλούνται τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, μπορεί να οφείλονται σε ένα νέο στέλεχος κοροναϊού.
Μέχρι σήμερα μόνον ένας άνθρωπος έχει πεθάνει από τους 41 ανθρώπους που νόσησαν στην Βουχάν, η οποία έχει 11 εκατομμύρια κατοίκους.
«Από τις πληροφορίες που έχουμε είναι πιθανόν να υπάρχει περιορισμένη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, ενδεχομένως μεταξύ μελών μιας οικογένειας. Ωστόσο είναι πολύ σαφές αυτήν τη στιγμή ότι δεν έχουμε συνεχή μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο», δήλωσε η προσωρινή επικεφαλής της μονάδας του ΠΟΥ πρωτοεμφανιζόμενων νόσων Μαρία Φαν Κέρκχοβε σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στη Γενεύη.
Ο ΠΟΥ προετοιμάζεται ωστόσο για το ενδεχόμενο να υπάρξει ένα ευρύτερο ξέσπασμα, σημείωσε η ίδια. «Ακόμη είναι πολύ νωρίς, δεν έχουμε σαφή κλινική εικόνα», πρόσθεσε και συνέχισε: «Είναι κάτι που εντοπίσαμε, είναι πιθανό, χρειάζεται να προετοιμαστούμε».
Οι κοροναϊοί είναι μια οικογένεια με μεγάλο αριθμό ιών που μπορούν να προκαλέσουν διάφορες ασθένειες στους ανθρώπους, στις περισσότερες περιπτώσεις όχι ιδιαίτερα σοβαρές, όμως κάποια στελέχη τους έχουν προκαλέσει μεγάλες επιδημίες, όπως ο Sars (Σύνδρομο Οξείας Αναπνευστικής Ανεπάρκειας) και ο Mers (Αναπνευστικό Σύνδρομο της Μέσης Ανατολής).
Η αξιωματούχος του ΠΟΥ σημείωσε επίσης ότι η υπηρεσία αυτή του ΟΗΕ έδωσε οδηγίες στα νοσοκομεία σε όλον τον κόσμο για τον έλεγχο λοιμώξεων στην περίπτωση εξάπλωσης του νέου ιού. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεραπεία για τον νέο ιό, αλλά εξετάζονται διάφορα αντιιικά φάρμακα, η χρήση των οποίων μπορεί να «αναπροσαρμοστεί», κατέληξε η Φαν Κέρκχοβε.