Η κρατούσα ιδέα ότι η λέπρα είναι αποκλειστικά ανθρώπινη ασθένεια δείχνει να καταρρίπτεται οριστικά μετά την καταγραφή πολλαπλών κρουσμάτων σε άγριους χιμπατζήδες στην Αφρική.
Μάλιστα το στέλεχος του βακτηρίου που ανιχνεύτηκε στους χιμπατζήδες είναι διαφορετικό από τα στελέχη που μολύνουν συνήθως τον άνθρωπο–μια αναπάντεχη διαπίστωση που δημιουργίες υποψίες ότι κάπου στην αφρικανική ζούγκλα υπάρχει μια άγνωστη φυσική δεξαμενή του παθογόνου παράγοντα.
Η λέπρα, γνωστή και ως νόσος του Χάνσεν, είναι μια χρόνια λοίμωξη που προκαλείται από το βακτήριο Mycobacterium leprae, καθώς και από το συγγενικό είδος Mycobacterium lepromatosis που ανακαλύφθηκε μόλις το 2008.
Η ασθένεια έπληττε κάποτε εκατομμύρια ανθρώπους, σήμερα όμως έχει εξαφανιστεί από τις ανεπτυγμένες χώρες χάρη στον συνδυασμό αντιβιοτικών που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1980. Κρούσματα, πάντως, συνεχίζουν να καταγράφονται σε χώρες όπως η Ινδία.
Πολλά παραμένουν άγνωστα για τη λέπρα, δεδομένου ότι κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να καλλιεργήσει στο εργαστήριο τα δύο βακτήρια που την προκαλούν. Ασαφές παραμένει εξάλλου το πότε και το πώς εμφανίστηκε η ασθένεια, αν και πρόσφατες γενετικές μελέτες υποδεικνύουν ότι έχει ηλικία εκατομμυρίων ετών, και επομένως προϋπήρχε του ανθρώπου.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σποραδικά κρούσματα λέπρας έχουν καταγραφεί σε αρμαδίλλους στις ΗΠΑ και σε κόκκινους σκίουρους στη Βρετανία. Και στα δύο είδη ανιχνεύεται ένα στέλεχος του M.leprae που συνδέεται εξελικτικά με κρούσματα σε ανθρώπους την εποχή του Μεσαίωνα –κάτι που σημαίνει ότι οι αρμαδίλλοι και οι σκίουροι πιθανότητα μολύνθηκαν από τον άνθρωπο.
Αυτό, όμως, δεν φαίνεται να ισχύει στην περίπτωση της πρωτοφανούς επιδημίας στην Δυτική Αφρική. Χιμπατζήδες με φρικτές αλλοιώσεις του προσώπου εντοπίστηκαν πρώτα στη Γουινέα-Μπισσάου και λίγους μήνες αργότερα στην Ακτή του Ελεφαντοστού, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.