Ήταν ένα από τα 15 κορίτσια που προσλήφθηκαν για αυτή τη δουλειά, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και αυτό που έπρεπε να κάνει καθημερινά ήταν να δοκιμάζει το φαγητό του Χίτλερ, πριν καν αγγίξει τα χείλη του, ώστε να είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν είναι δηλητηριασμένο.
Η Wölk ήταν η μοναδική από τις 15 που επέζησε, ενώ όλες οι υπόλοιπες έπεσαν από τις σφαίρες του Κόκκινου Στρατού τον Ιανουάριο του 1945.
Στα 96 της χρόνια αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή της, αναζητώντας ουσιαστικά τη λύτρωση, καθώς βασανίζεται από αισθήματα ντροπής και ενοχής.
«Το φαγητό δεν είχε ποτέ κρέας, ήταν πάντα χορτοφαγικό» δήλωσε σε ρεπόρτερ του τηλεοπτικού καναλιού του Βερολίνου RBB. «Υπήρχα επίμονες φήμες πως οι Βρετανοί θέλουν να δηλητηριάσουν το Χίλτερ. Δεν έτρωγε ποτέ κρέας. Μας έδιναν ρύζι, μακαρόνια, πιπεριές, καλαμπόκι και αρακά. Μερικά από τα κορίτσια έκλαιγαν από την πρώτη μπουκιά που έβαζαν στο στόμα τους. Φοβόντουσαν τόσο πού. Επρπε να φάμε όλη τη μερίδα που μας έβαζαν. Μετά περίμεναμε μια ώρα και κάθε φορά τρέμαμε για το αν θα αρρωστήσουμε. Κλαίγαμε σαν τα σκυλιά όταν συνειδητοποιούσαμε πως θα ζήσουμε».
‘Εγινε τυχαία δοκιμαστής φαγητού για τον Χίτλερ. Οταν το διαμέρισμά της βομβαρδίστηκε το 1941 και με τον άντρα της να υπηρετεί στον στρατό, πήγε να μείνει με την πεθερά της σε μια πρωσική πόλη που σήμερα ανήκει στην Πολωνία. Η πόλη, 400χλμ. ανατολικά του Βερολίνου, βρισκόταν δίπλα στο αρχηγείο του Χίτλερ. Ο δήμαρχος, έναν ακραίος Ναζί την ανάγκασε να γίνει δουλέψει για τον Χίτλερ.
Κάθε μέρα ένας φρουρός των SS έπαιρνε όλα τα κορίτσια με ένα λεωφορείο και τις μετέφερε σε ένα σχολικό κτίριο, όπου έπρεπε να δοκιμάσουν τα γεύματα του ηγέτη των Ναζί.
«Ποτέ δεν είχα δει τον Χίτλερ από κοντά. Μόνο τον σκύλο του, τον Blondi», είπε, τονίζοντας ότι τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια, όμως ένα βράδυ βιάστηκε από έναν αξιωματούχο των SS.
Ο Χίτλερ φοβόταν δικαιολογημένα για τη ζωή του. Στις 20 Ιουλίου 1944, μια ομάδα Γερμανών αξιωματικών του στρατού επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν, τοποθετώντας μια βόμβα. «Πέσαμε από τα παγκάκια και άκουσα κάποιον να φωνάζει «ο Χίτλερ είναι νεκρός!», αλλά φυσικά δεν ήταν».
Στα τέλη του 1944, η Wölk κατάφερε να δραπετεύσει με τη βοήθεια ενός φίλου της αξιωματικού των SS και με το τρένο πήγε στο Βερολίνο. Τον Μάιο του 1945, το Βερολίνο συνθηκολόγησε με τον ρωσικό στρατό, αλλά η φρίκη του πολέμου δεν είχε τελειώσει. «Προσπαθούσαμε να ντυνόμαστε σαν ηλικιωμένες, αλλά οι Ρώσοι ήρθαν για μένα και τα άλλα κορίτσια… Έσκισαν και άνοιξαν τα φορέματά μας, μας έσυραν στο διαμέρισμα ενός γιατρού και μας βίαζαν για 14 ημέρες. Ήταν κόλαση, Ένας εφιάλτης που δεν σταματούσε».
Οι φρικιαστικές εμπειρίες της Wölk, είχαν ως αποτέλεσμα να μην μπορέσει ποτέ να κάνει παιδιά. «Πάντα ήθελα μια κόρη. Όταν έφτασα τα 50, σκεφτόμουν ότι αν είχα μια κόρη θα ήταν 25. Αλλά δυστυχώς αυτό δεν συνέβη ποτέ».
ΠΗΓΗ: Independent