Από τους θεσμούς του κοσμικού κράτους έως τα μέσα ενημέρωσης και τα social media ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φρόντισε να αυξήσει τον έλεγχό του επί των πάντων, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016.
Η μία δύναμη, που δεν μπορούσε να τιθασεύσει ήταν η ελεύθερη αγορά, σχολιάζει το Βloomberg.
Και εκεί όμως είχε τη λύση: Τον πόλεμο κατά εκείνων, που εγκαλεί για «χειραγώγηση της λίρας».
Με αυτόν ο Τούρκος πρόεδρος προς το παρόν φαίνεται να παίρνει αυτό που θέλει: χαμηλό κόστος δανεισμού και πτώση του πληθωρισμού.
Οι παρενέργειες των κινήσεών του, ωστόσο, αρχίζουν να γίνονται ορατές και πολύ σύντομα οι συνέπειες θα είναι βαρύτατες.
Η τουρκική λίρα ήταν κάποτε ένα από τα πλέον διαπραγματεύσιμα νομίσματα στις αναδυόμενες αγορές, αφού αποτελούσε επιλογή πολλών επενδυτών.
Τώρα αρκετά παγκόσμια funds της γυρίζουν την πλάτη, καθώς δεν θέλουν να μπλέξουν σε περιπέτειες με τις πολιτικές της Άγκυρας.
Η Τουρκία έχει ήδη καταστήσει δύσκολο στους διαχειριστές κεφαλαίων που έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό να ανταλλάξουν ελεύθερα τη λίρα.
Η «επίθεση» προς τους ξένους επενδυτικούς οίκους εντάθηκε τον Μάιο, όταν η τραπεζική Αρχή της χώρας απαγόρευσε προσωρινά στις τοπικές τράπεζες τις συναλλαγές νομίσματος με τις Citigroup, BNP Paribas και UBS.
Δόθηκε παράλληλα πολύ μεγαλύτερος ρόλο στις κρατικά ελεγχόμενες τράπεζες για τον καθορισμό της ισοτιμίας του νομίσματος.
Υπάρχει δε φημολογία στις αγορές ότι ο Ερντογάν θα προχωρήσει και άλλο επιβάλλοντας κάποιας μορφής capital controls για να σταματήσει τις εκροές κεφαλαίων από τη χώρα.
Η κυβέρνηση έχει επανειλημμένα αρνηθεί ότι σχεδιάζει κάτι τέτοιο.
Το κόστος της πολιτικής Ερντογάν είναι αξιοσημείωτο.
Οι κρατικές τράπεζες πλημμυρίζουν την αγορά με δολάρια, «καταπνίγοντας» έτσι το 1/3 των αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας για την εφετινή χρονιά.
Η εξέλιξη αυτή ενισχύει το σενάριο που θέλει την Τουρκία να αναγκάζεται να ζητήσει οικονομική βοήθεια από το ΔΝΤ προκειμένου να έχει τα περιθώρια να ενισχύσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα.
Έχοντας να καλύψει roll over εξωτερικής χρηματοδότησης ύψους 164 δισ. δολαρίων μέσα στους επόμενους 12 μήνες, η Άγκυρα προσπαθεί να πείσει τη Federal Reserve και άλλες κεντρικές τράπεζες των G20 για πρόσβαση σε σκληρό νόμισμα.
Προς το παρόν έχει ανταποκριθεί μόνο το Κατάρ, το οποίο τριπλασίασε την γραμμή swap με την κεντρική τράπεζα της Τουρκίας στα 15 δισ. δολάρια.
Με τον Ερντογάν να πιέζει, η κεντρική τράπεζα της χώρα έχει προβεί σε εννέα διαδοχικές μειώσεις των επιτοκίων.
Αυτό από τη μία στηρίζει τη ζήτηση για δάνεια και περιορίζει τον αντίκτυπο της πανδημίας στην οικονομία.
Από την άλλη όμως αφήνει ευάλωτη τη λίρα σε ακόμη ένα ξεπούλημα, το οποίο θα κατέτρωγε την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και θα δημιουργούσε σωρεία προβλημάτων σε όσους έχουν χρέη σε ξένο νόμισμα.
Από τον πόλεμο κατά των αγορών ο Τούρκος πρόεδρος έχει πολλά νά χάσει. Είναι αμφίβολο το εάν μπορεί κάτι να κερδίσει.