Δυο άκρως επικριτικά άρθρα για τις κινήσεις του Έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, σε ό,τι αφορά τις παροχές που εξαγγέλλει το τελευταίο διάστημα, δίχως την έγκριση των πιστωτών φιλοξενούνται, σύμφωνα με την ελληνική έκδοση της Deutsche Welle, στην γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt.
Στο πρώτο άρθρο με τίτλο «Προεκλογικά δώρα αντί μεταρρυθμίσεων – Ο Τσίπρας μπαίνει σε τροχιά προεκλογικού αγώνα» τονίζεται:
«Μια από τις εκκρεμότητες αφορά νέα νομοθετήματα σχετικά με την πτώχευση ιδιωτών. Μέχρι τώρα οι ιδιοκτήτες ακινήτου που χρωστούν στις τράπεζες προστατεύονται από κατάσχεση. Κάτι το οποίο ενθαρρύνει πολλούς οφειλέτες να μην εξυπηρετούν πλέον τα στεγαστικά τους δάνεια ενώ θα μπορούσαν».
H Handeslblatt σημειώνει ότι «θεσμοί και τράπεζες ζητούν τη χαλάρωση των κανονισμών προστασίας. Στόχος είναι να επιταχυνθεί η μείωση του αριθμού των κόκκινων δανείων και να σταθεροποιηθούν οι τράπεζες που σήμερα αντιμετωπίζουν πρόβλημα» και για τον Ελληνα πρωθυπουργό αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ο Τσίπρας διστάζει να υλοποιήσει αυτή τη μη δημοφιλή μεταρρύθμιση. Διότι βρίσκεται σε προεκλογικό αγώνα. Το αργότερο τον Οκτώβρη πρέπει να εκλεγεί μια νέα βουλή. Ειδικοί ωστόσο εκτιμούν ότι αυτό θα γίνει ήδη την άνοιξη αφού ο συνασπισμός του Τσίπρα με τους δεξιούς λαϊκιστές διαλύθηκε».
Στο ίδιο άρθρο υπογραμμίζεται ότι «για να αυξήσει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις ο Τσίπρας μοιράζει τώρα προεκλογικά δώρα: χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τους πιστωτές ακύρωσε μια συμπεφωνημένη προσαρμογή του ΦΠΑ σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου, αύξησε από την 1η Φεβρουαρίου τον κατώτατο μισθό κατά 11% και υπόσχεται δεκάδες χιλιάδες νέες προσλήψεις στο δημόσιο. Η μεταρρυθμιστική ατζέντα αντίθετα, περνά σε δεύτερη μοίρα. Αυτό ενδέχεται να στοιχίσει πολλά χρήματα στην Αθήνα. Διότι στο πλαίσιο ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους οι πιστωτές συμφώνησαν στην επιστροφή κερδών που πέτυχαν οι κεντρικές τράπεζες του ευρωσυστήματος με τα ελληνικά ομόλογα»
«Πρόκειται για 4,8 δις ευρώ τα οποία πρόκειται να εκταμιευτούν σε εξαμηνιαίες δόσεις μέχρι το 2022, εφόσον η Αθήνα υλοποιεί τις συμπεφωνημένες μεταρρυθμίσεις. Η πρώτη δόση έπρεπε να εκταμιευτεί ήδη τον Δεκέμβρη του 2018. Ωστόσο οι ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών δεν την ενέκριναν ακόμη διότι η Αθήνα δεν προχωρά σε μεταρρυθμίσεις» καταλήγει το άρθρο.
Το δεύτερο άρθρο της Handelsblatt φέρει τον τίτλο «Η Ελλάδα δεν μπορεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες της Ευρώπης» και αναφέρεται στην καθυστέρηση των συμπεφωνημένων μεταρρυθμίσεων.
«Στο τέλος της μακρόχρονης διάσωσης της Ελλάδας, το ΔΝΤ αρνήθηκε να εμβάσει έστω και ένα ακόμη δολάριο στην Αθήνα, κυρίως για ένα λόγο: οι ειδικοί αμφισβητούσαν την εκτίμηση των Ευρωπαίων ότι η ελληνική κυβέρνηση θα παρέμενε και μετά το τέλος του προγράμματος στήριξης σε μεταρρυθμιστική τροχιά και πως θα πετύχαινε μεγάλα πλεονάσματα. Οι διαμάχες των τελευταίων ημερών μεταξύ των διεθνών πιστωτών και της Αθήνας επιβεβαιώνουν ότι οι ανησυχίες τους ήταν βάσιμες. Είναι αλήθεια ότι αυτό το διάστημα η οικονομία στην Ελλάδα εξελίσσεται θετικά. Με τις προβλέψεις για την ανάπτυξη να κυμαίνονται στο 2,2% επί του ΑΕΠ, η χώρα ενδέχεται να αναπτυχθεί με διπλάσιους ρυθμούς απ' ό,τι η Γερμανία. Ωστόσο πρόκειται για ανάκαμψη χαμηλού επίπεδου μετά τη δραματική κατάρρευση της οικονομίας κατά την περίοδο της κρίσης» υποστηριζει.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «αυτό αυξάνει την πίεση που ασκείται στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Μετά από χρόνια περικοπών και λιτότητας οι πολίτες ζητούν το μερίδιό τους από την ανάκαμψη της χώρας. Και με τις εκλογές να πλησιάζουν ο Τσίπρας θα συνεχίσει να ενδίδει. Ήδη τώρα η ελληνική κυβέρνηση καθυστερεί και πάλι στην υλοποίηση συμπεφωνημένων μεταρρυθμίσεων. Οι Ευρωπαίοι απειλούν πλέον ότι δεν θα εγκρίνουν τα μέτρα ελάφρυνσης χρέους στα οποία συμφώνησαν επί της αρχής το περασμένο καλοκαίρι. Τουλάχιστον έχουν ακόμη αυτό το μικρό μέσο πίεσης. Σε σχέση με το παρελθόν όμως δεν ασκείται πια έντονη κριτική στον Τσίπρα. Οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να υπάρξει ανοιχτή σύγκρουση. Δεν θέλουν να φοβίσουν τους επενδυτές που δειλά-δειλά ξεκινούν να δανείζουν και πάλι χρήματα στην Ελλάδα. Το βασικό πρόβλημα όμως παραμένει: η πρόγνωση των Ευρωπαίων ότι μέχρι το 2060 η Αθήνα θα πετυχαίνει κάθε χρόνο πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2,2% ήταν 'στοχευμένη αισιοδοξία' που μάλλον δεν θα γίνει πραγματικότητα. Και έτσι μεσοπρόθεσμα θα τεθεί και πάλι το ερώτημα αν η Ελλάδα μπορέσει ποτέ να αποπληρώσει τα 290 δις ευρώ των δανείων στήριξης. Οι Ευρωπαίοι σκόπιμα υπερτίμησαν τη διάθεση της Ελλάδας για μεταρρυθμίσεις».