Γράφει ο Δημήτρης Γιαγτζόγλου
Πήγα στο πατρικό το μεσημέρι. Ωραιότατες μπάμιες με φιλέτο κοτόπουλο, φρέσκια ντομάτα, αρωματικά. Δύο πιάτα κατέβασα. Συνήθως την ώρα που πάω για φαγητό η μητέρα μου κάνει δύο πράγματα. Το ένα είναι να βλέπει την Μπεκατώρου. Ακονίζει την σκέψης της με αυτό το τηλεπαιχνίδι. Όντως βρίσκει σχεδόν τα πάντα.
Αν πάω νωρίτερα το άλλο που κάνει είναι να αρχίσει τα νέα της γειτονιάς. Όχι κουτσομπολιά, γκομενικά και τέτοια. Αρχίζει ποιος είναι άρρωστος, ποιος είναι ετοιμοθάνατος , ποιος πέθανε. Μου λέει και κάτι ονόματα, κάτι ο μπατζανάκης του γαμπρού του αδελφού της δεύτερης ξαδέλφης του πρώτου ξαδέλφου του θείου… Κι όλα αυτά την ώρα που τρώω. Μια μπουκιά. Κουνάω μία το κεφάλι , κουνάω δύο το κεφάλι, την τρίτη αρχίζω και φωνάζω (μέσα μου γελάω εννοείται)… Η απάντηση πάντα η ίδια «σταμάτα ρε παιδάκι μου θα σου κάτσει το φαγητό … σταμάτα μια κουβέντα είπα».
Σήμερα ήξερα ότι θα πήγαινε με την θεία μου για κάτι εξετάσεις της στο Αττικό. Της θείας εξετάσεις. Οπότε πήγα έτοιμος να ακούσω για όλα τα κηδειόχαρτα του νοσοκομείου. Α. Ξέχασα. Στο ενδιάμεσο του φαγητού πάντα ένα ποτήρι φρέσκο χυμό πορτοκάλι. Και κάθεται από πάνω μου μέχρι να το πιω. Αμέσως μην χάσει τις βιταμίνες. Ανάμεσα στην μπάμια το κοτόπουλο και την πατάτα να και ο χυμός. Και αρχίζει. «Κάτσε να σου πω τι έγινε σήμερα να γελάσεις» . Να γελάσω ακούω.
Εκεί που περίμεναν στα εξωτερικά ιατρεία έφεραν ένα παιδί που είχε χτυπήσει με το μηχανάκι. Τον Γιάννη. Έμαθα τα πάντα. Ο Γιάννης 18 ετών γυμναστής. Η μάνα τον ρώτησε αν είχε κάποιον ή αν ήταν μόνος. Δε ήθελε ο Γιάννης να τρομάξει την μητέρα του. Τηλεφώνησε στην αδελφή του και ήρθε για λίγο σκαστή από την δουλειά. Είδε τέλος πάτων ότι ο αδελφός της περπατούσε και δεν ήταν τόσο χάλια, οι εξετάσεις αργούσαν. Πρωτότυπο για νοσοκομείο σε εφημερία. Έφυγε η αδελφή του. Η μάνα μου που λέτε αναλαμβάνει ρόλο. Πηγαίνει τον Γιάννη για τις εξετάσεις. Παντού ρωτούσαν τον Γιάννη αν η μητέρα μου είναι η συνοδός του. Παντού απαντούσε ο Γιάννης «όχι εδώ την γνώρισα την κυρία». Εκεί το έκανα εικόνα και άρχισα να γελάω.
Ο Γιάννης κάποια στιγμή έβαλε τα κλάματα. Στεναχωρήθηκε για το μηχανάκι. Αρχίζει η μανά μου και του φωνάζει ότι σημασία έχει το ότι είναι καλά και άλλα τέτοια. Του περνάει του Γιάννη. Μετά από λίγο ξανά κλάμα ο Γιάννης. Έλεγε ότι πονούσε ότι δεν είναι καλά, βάζει τα κλάματα και η μάνα μου την βλέπει ο Γιάννης να κλαίει. Σταματάει και αρχίζει να γελάει. Επιτέλους ο Γιάννης κατάλαβε το σουρεαλιστικό του πράγματος.
Έρχεται ο γιατρός. Λέει ότι όλα είναι καλά. Του λέει ο Γιάννης ότι δεν μπορεί να καταπιεί. Του εξηγεί ο γιατρός ότι αυτό έχει προκληθεί από το ταρακούνημα του αυχένα. Ότι μου έλεγε τη μάνα μου σας λέω. Αρχίζει ο Γιάννης πάλι τα κλάματα. Γυρίζει στην μάνα μου και της λέει «είδες ότι δεν είμαι καλά». Η μάνα μου ρωτάει τον γιατρό της εξηγεί . Είστε η μητέρα του; Ρωτάει ο γιατρός. «Όχι εδώ την γνώρισα» απαντάει ο Γιάννης πάντα κλαίγοντας.
Με λίγα λόγια τέλος καλό όλα καλά. Και για τον Γιάννη. Και για μένα. Μου έφτιαξε την διάθεση η μάνα μου. Όχι με το περιστατικό . Εννοείται να είναι καλά το παιδί. Μου έφτιαξε την διάθεση με την επαναλαμβανόμενη απάντηση του Γιάννη «δεν είναι η μητέρα μου εδώ την γνώρισα». Πάντως καταλάβατε γιατί μάνα μιλάω. Θησαυρός. Νομίζω ότι ο Γιάννης κατάλαβε καλά και σίγουρα θα την θυμάται.