Γράφει ο Δημήτρης Γιαγτζόγλου
Δεν θυμάμαι πότε γνώρισα την Ρέα. Δεν έχει σημασία πότε κάποιοι άνθρωποι έρχονται και σου χτυπάνε την πόρτα της ζωής σου. Σημασία έχει να είσαι τυχερός οι συγκεκριμένοι άνθρωποι να σου χτυπήσουν. Και φυσικά μην κάνεις το λάθος και δεν τους ανοίξεις.
Διάβαζα τα χρονογραφήματά της χρόνια. Πολλά τα έχω κρατήσει και στο αρχείο μου. Έχουμε κάνει εκπομπές. Έχουμε κάνει κουβέντες. Ξέρετε, είναι από τις φιλίες που δεν χρειάζεται καν να βλέπεις τον άλλον συχνά. Έχει σημασία το ότι όταν τον δεις, ακόμη και μετά από χρόνια, να το πιάσεις από εκεί που το έχεις αφήσει. Έχει μια μοναδική ικανότητα το γράψιμό της. Δεν ξέρω τι τέχνη είναι αυτή. Να ξύνεις μια πληγή και στο δευτερόλεπτο με την δύναμη μιας λέξης να την επουλώνεις. Αυτή η μία τέχνη της Ρέας. Η άλλη η τέχνη της ζωής της. Να μελετάει τα μάτια. Γιατί όπως λέει «όταν μελετάς τα μάτια δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα».
Ήρθε στον REAL FM και μιλήσαμε για το τρίτο της βιβλίο. «Το παλτό μου μαμά» από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ. Μιλάει με έναν συγκλονιστικό τρόπο για την περιπέτεια του σχεδιαστή μόδας Βασίλη Ζούλια με τα ναρκωτικά. Η μάχη του με τις ουσίες αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό.
Μια… βόλτα με τον μοναδικό δήμαρχο που εκλέχθηκε με ποσοστό 100%
Το πώς της ήρθε να γράψει αυτό το βιβλίο μου έλεγε ότι αυτό παραμένει μια άβυσσος στο μυαλό της. Είχε γνωρίσει κάποτε τον Βασίλη στο πλαίσιο μια επαγγελματικής συνεργασίας. Εξελίχθηκε σε μια φιλική σχέση. «Κάποια στιγμή τον άκουσα να ξαναμιλάει για τα ναρκωτικά και παρά το ότι είναι καθαρός τόσα χρόνια δεν έχει πάψει να μιλάει για αυτό. Του τηλεφώνησα. Ξαναμιλήσαμε για αυτό και εμπνευσμένη άρχισα να κρατάω σημειώσεις. Είχα αρχίσει να γράφω κι εκείνος γελούσε. Ήταν μια χαλαρή κουβέντα. Ήταν μονολεκτικός. Άφησα στην άκρη αυτές τις σημειώσεις και κάποια στιγμή αρρώστησα. Ήρθε στην ζωή μου ο προσωπικός μου καρκίνος. Λογικά αυτό το βιβλίο ήταν να μην βγει γιατί άλλα πράγματα με κυνηγούσαν δεν ξέρω γιατί, μετά την δεύτερη χημειοθεραπεία κι ενώ τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα ένα βράδυ και με τυφλό σύστημα, γιατί δεν έβλεπα τόσο καλά, άρχισα να γράφω».
Μετά η Ρέα συνάντησε τον Βασίλη και τον ρώτησε τι ακριβώς είχε συμβεί τότε. «Ήξερα για την απόπειρα αυτοκτονίας που είχε κάνει. Τον ρώτησα τι έγινε το αμέσως μετά δευτερόλεπτο. Μου είπε ότι η πρώτη κουβέντα μέσα στο ασθενοφόρο ήταν «γαμώτο ακόμη ζω». Και η αμέσως επόμενη ήταν προς την μητέρα του αν είχε πάρει μαζί της το πανάκριβο παλτό του. Αυτό ήταν το τελικό σημείο και είπα μέσα μου αυτό θα το κάνω βιβλίο. Πως γίνεται αυτή η μάνα να έχει ένα παιδί χώμα και να σκεφτεί να πάρει το παλτό του εκείνη των ώρα. Τι κώδικας επικοινωνίας ήταν αυτός».
Ο Βασίλης – Βασιλάκης ειδική περίπτωση. Όσο τσαλακωμένα τα μέσα του τόσο ατσαλάκωτος παρουσιαζόταν. Η επιτομή του στιλ. Τον μελέτησε γυμνό αλλά και με την πανοπλία του. Είδε την εποχή του. Είδε την Αθήνα της αντιπαροχής, την Ερμού να παραδίδει τα σκήπτρα στο Κολωνάκι. Είδε την πλατεία του πέρασε και από του Μπίλι Μπο για να χαζέψει την γοητεία του. Είδε και την Μύκονο ως εναλλακτικό νησί, όταν το πλοίο παρέδιδε τον κόσμο σε λάντζα και οι λίγοι τουρίστες κοιμόντουσαν σε ταράτσες. Έζησε μαζί του την Αλλαγή, τον πράσινο ήλιο του ΠΑΣΟΚ. Ξεφύλλισε το ΚΛΙΚ.
Περισσότερα σε αυτό το θαυμάσιο βιβλίο. Θα σας κλέψει κάποια δάκρυα σίγουρα. Να το αφήσετε να σας τα κλέψει.
Ρέα μου. Πόσα κρατάω από σένα. Μπορώ άπειρα. Μου αρκούν τουλάχιστον δύο από όλα όσα ακούσει από το στόμα σου. Το ταβάνι μας το βράδυ είναι ο καθρέφτης που βλέπουμε τον εαυτό μας. Και αυτό το «χωράω ζωή ακόμη». Σε ευχαριστώ.
«Το παλτό μου, μαμά» της Ρέας Βιτάλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ.