Του Δημήτρη Γιαγτζόγλου
Πρόσφατα μια φίλη διάβασε στον γιο της το βιβλίο της Ευτυχίας Γιαννάκη «Μυστήριο στη λίμνη Λαμπίκο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. Μου έκανε εντύπωση ο ενθουσιασμός της, οι αντιδράσεις του παιδιού μέσα από τις περιγραφές της. «Το διαβάζουμε ξανά και ξανά» μου είπε και ο μικρός εξερευνά με ανυπομονησία κι ενθουσιασμό το μυστήριο κάτω από τις λέξεις και τις εικόνες.
Κι επειδή οι καιροί που πλήθος παιδικών βιβλίων μεταφράζονταν στη γλώσσα μας έχουν περάσει και η ανάδυση νέων συγγραφέων στην παιδική λογοτεχνία είναι μάλλον ζωτικής σημασίας για τους νεαρούς αναγνώστες, το έψαξα λίγο.
Διαπίστωσα λοιπόν με έκπληξη πως δεν ήταν απλή συνωνυμία, ούτε και με γελούσε η μνήμη μου. Η Ευτυχία Γιαννάκη είναι μια κάθε άλλο παρά τυχαία περίπτωση. Νέα, γοητευτική, ταλαντούχα. Σε πολύ νεαρή ηλικία έχει καταφέρει να βραβευτεί ουκ ολίγες φορές για την «Τριλογία της Αθήνας» που αποτελείται από τρία υπέροχα αστυνομικά μυθιστορήματα: «Στο πίσω κάθισμα», «Αλκυονίδες μέρες» και «Πόλη στο φως». Έχει δεχτεί διθυραμβικά σχόλια για τη συγγραφική της δεινότητα αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτά. Σήκωσε ξανά την πένα ή το πληκτρολόγιο και ξεκίνησε τον δύσκολο δρόμο της παιδικής λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε πληροφορική, μουσική, τεχνολογία και επικοινωνία. Εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα, παιδικό μυστήριο και θεατρικά κείμενα. Τα βιβλία της είναι ένας πραγματικός θησαυρός για κάθε νεαρό αναγνώστη. Είναι όμως πάνω από όλα μια μεγάλη ευκαιρία: Κάθε μικρός αναγνώστης των Πιτσιμπουίνων θέτει εκείνα τα γερά θεμέλια που απαιτούνται για να αγαπήσει μελλοντικά την καλή αστυνομική λογοτεχνία.
Η κουβέντα μαζί της είχε τόσο ενδιαφέρον όσο και τα βιβλία της. Κι όσοι από εσάς είστε γονείς έχετε έναν λόγο παραπάνω να διαβάσετε αυτή τη συνέντευξη. Μπορούν οι γονείς να κάνουν τα παιδιά τους να αγαπήσουν τα βιβλία; Μπορούν να τους κάνουν το ανεκτίμητο δώρο της ύπαρξης ενός παντοτινού συντρόφου στη μετέπειτα ζωής τους; Ναι, μπορούν!
Δ.Γ.:Τι ήταν αυτό που σας έκανε, μια βραβευμένη συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, να μας συστήσετε αυτή τη νέα σειρά παιδικών βιβλίων;
Ε.Γ.:Νομίζω ότι μια από τις βασικές επιθυμίες μου ήταν να φέρω το μυστήριο σε πολύ μικρές ηλικίες. Είχα παρατηρήσει ότι κυκλοφορούν πολλά βιβλία με ντετέκτιβ ή άλλα περιπετειώδη σχήματα για λίγο μεγαλύτερες ηλικίες, αλλά δεν υπήρχαν αρκετά βιβλία για πολύ μικρούς αναγνώστες, για παιδιά από τριών ετών. Οι σειρά του παιδικού μυστηρίου των Πιτσιμπουίνων επιχειρεί λοιπόν να φέρει το σασπένς, την ανατροπή, την επαγωγική λογική και όλα όσα υπάρχουν στην αστυνομική λογοτεχνία ενηλίκων, τηρουμένων των αναλογιών βεβαίως, στους μικρούς αναγνώστες. Γι’ αυτό έχει και τον υπότιτλο «Τα πρώτα μου μυστήρια». Το γεγονός ότι η παιδική λογοτεχνία είναι πολύ σοβαρή και δύσκολη υπόθεση, έχει ιδιαιτερότητες και πιο απαιτητικούς αναγνώστες απ’ όσο μπορεί κανείς να φανταστεί ήταν για μένα μια επιπλέον πρόκληση, μετά τη λογοτεχνία ενηλίκων.
Δ.Γ.: Ποια πιστεύετε ότι είναι η δυσκολία που αντιμετωπίζει ένας συγγραφέας όταν γράφει για παιδιά;
Ε.Γ.: Κάθε βιβλίο ανοίγει έναν διάλογο με τον αναγνώστη του, συνεπώς όταν ο αναγνώστης είναι παιδί, θα πρέπει να συνομιλήσεις μαζί του στη γλώσσα του, να καταφέρεις όχι μόνο να κεντρίσεις το ενδιαφέρον του, αλλά να το κρατήσεις αμείωτο. Η ρευστότητα της παιδικής φαντασίας και το εύπλαστο του παιδικού κόσμου στην περίπτωση του παιδικού μυστηρίου πρέπει να συνυπάρξουν με τους περιορισμούς της λογικής του κόσμου των ενηλίκων, χωρίς ωστόσο να χαθεί η μαγεία, το χιούμορ και ο ηλεκτρισμός της αφήγησης. Αυτή η ισορροπία νομίζω ότι ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που είχα να διαχειριστώ και μ’ έκανε να νιώθω ότι βαδίζω σε μια πολύ λεπτή γραμμή όσο δημιουργούσα την ιστορία και τον φανταστικό κόσμο των Πιτσιμπουίνων που με ανάγκασε να βουτήξω στο συναισθηματικό φορτίο της δικιάς μου παιδικής ηλικίας, στις αφηγήσεις που τότε θεωρούσα συναρπαστικές.
Δ.Γ.: Θεωρείτε τα παιδιά «δύσκολους» αναγνώστες; Και ειδικά σε μια εποχή που τα ερεθίσματά τους είναι πάρα πολλά και από διαφορετικές πηγές.
Ε.Γ.: Τα θεωρώ απαιτητικούς αναγνώστες. Δεν έχουν κανέναν λόγο να σου χαριστούν και δεν επιτρέπουν να τα ξεγελάσεις με φτηνά κόλπα. Γύρω τους υπάρχουν μονίμως ένα σωρό άλλα ερεθίσματα που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον τους. Αν όμως ένα βιβλίο καταφέρει να τα κερδίσει τότε μένουν εκεί, διαβάζουν την ίδια ιστορία ξανά και ξανά, σε αντίθεση με τους ενήλικες αναγνώστες, πιάνουν την ιστορία και της αλλάζουν τα φώτα, την ζουν, γίνονται ένα με αυτήν. Φυσικά αν δεν τα πείσεις την εγκαταλείπουν πολύ γρήγορα, χωρίς δεύτερη σκέψη και καλά κάνουν. Οι μικροί αναγνώστες είναι αδίστακτοι κι αυτό είναι το μεγάλο τους πλεονέκτημα. Έχουν πολλά να ανακαλύψουν για τον κόσμο, οπότε δεν έχουν την πολυτέλεια να χάνουν την ώρα τους με μια αφήγηση που βρίσκουν βαρετή.
Δ.Γ.: Πιστεύετε ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα βοηθάει να αναπτύσσεται μια σχέση του παιδιού με το βιβλίο; ΄Η αυτό έχει αν κάνει με τη προσπάθεια κάποιων φωτισμένων εκπαιδευτικών.
Ε.Γ.: Ο διαμεσολαβητής σε αυτές τις ηλικίες, είτε είναι ο γονιός, είτε ο εκπαιδευτικός παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Το παιδί μαθαίνει να αγαπάει το βιβλίο βιωματικά, θέλω να πω δεν είναι η λογική που θα το πείσει να ασχοληθεί με την ανάγνωση, όπως επιχειρεί συχνά να επιβάλλει το σχολείο, χρειάζεται το συναίσθημα, η ευρηματικότητα, το χιούμορ, η διασκέδαση, το παιχνίδι που γεννούν οι ιστορίες, το παράδειγμα των μεγάλων που διαβάζουν οι ίδιοι, όλα αυτά ενεργοποιούν την αγάπη για το βιβλίο. Η ανάγνωση είναι μια σχέση ζωής και το βιβλίο μπορεί να γίνει ένας καλός σύντροφος. Όπως κάθε σχέση όμως θέλει κόπο και χρόνο για να χτιστεί. Δεν αρκεί ο αρχικός ενθουσιασμός.
Δ.Γ.: Ο ρόλος της οικογένειας για την σχέση των παιδιών με το βιβλίο. Διαπιστώνετε ότι ασχέτως από το αν διαβάζουν ή όχι οι γονείς, θέλουν και προσπαθούν τα παιδιά τους να διαβάζουν κάτι; Είναι κάτι που το κάνουν περισσότερο τα νεότερα σε ηλικία ζευγάρια;
Ε.Γ.: Νομίζω πως λίγο πολύ όλοι έχουν αντιληφθεί ότι είναι χρήσιμο κανείς να διαβάζει, είτε είναι ενήλικας, είτε είναι παιδί. Θα έλεγα ότι γνωρίζω πολλούς ενήλικες που δεν διαβάζουν οι ίδιοι, ή διαβάζουν ελάχιστα, κι όμως φροντίζουν να διαβάζουν τα παιδιά τους. Μάλλον το ιδανικότερο σχήμα είναι το παιδί να έχει το παράδειγμα του ενήλικα που διαβάζει κι εκείνος. Αν δεν μπορεί όμως να το έχει, τότε τουλάχιστον ας έχει το παράδειγμα του ενήλικα που το προτρέπει να διαβάσει, που σκύβει μαζί του πάνω από το παιδικό βιβλίο και χτίζουν μαζί ολόκληρους κόσμους, ίσως λίγο πριν να πέσουν για ύπνο. Με έναν τρόπο οι ιστορίες θα τρυπώσουν στα όνειρα και των δύο και αυτό θα είναι ένα συναρπαστικό μοίρασμα.
Δ.Γ.: Να παρουσιάσουμε τους Πιτσιμπουίνους τους μικρούς σας ήρωες.
Ε.Γ.: Οι Πιτσιμπουίνοι είναι οι κάτοικοι του φανταστικού νησιού Πίτσι Πίτσου που είναι το πιο μυστήριο, αλλά και το πιο ασφαλές νησί στον κόσμο. Μοιάζουν κατά κάποιο τρόπο με τους πραγματικούς πιγκουίνους, μάλιστα πολλά από τα ονόματά τους είναι εμπνευσμένα από πραγματικά είδη πιγκουίνων, όπως και πολλές συνήθειές τους. Η οργάνωση ωστόσο της κοινωνίας τους έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Έχουμε λοιπόν τον Μικρό Μπλε σε ρόλο ντετέκτιβ, την Αντελί, τον Μακαρόνη, τον Κιτρινομάτη, τον Πιτς Φιτίλη, τη Μυστήρια Τζεντού και αρκετά άλλα πιτσιμπουίνια που έρχονται αντιμέτωπα με μυστήρια σε αυτό το φανταστικό νησί και καλούνται να βρουν λύσεις σε κάτι που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ακατανόητο. Διαπιστώνουν λοιπόν ότι το μυστήριο για να λυθεί θέλει κάθε φορά σίγουρα βήματα, συγκέντρωση, ομαδικότητα, παρατηρητικότητα, χιούμορ και σκέψη έξω από τα συνηθισμένα.
Δ.Γ.: «Μυστήριο στη Λίμνη Λαμπίκο» και «Εξαφάνιση στο Πίτσι Πίτσου». Δύο παιδικές ιστορίες μυστηρίου. Δυο λόγια για τις δύο ιστορίες και αν αποτελούν έναν τρόπο εισαγωγής των μικρών αναγνωστών στην αστυνομική λογοτεχνία.
Ε.Γ.: Το «Μυστήριο στη Λίμνη Λαμπίκο» συστήνει αυτόν τον φανταστικό κόσμο και τους ήρωές του στα παιδιά, καθώς και την βασικότερη μέθοδο εξιχνίασης μυστηρίων που δεν είναι άλλη από την ερώτηση. Για τους ενήλικες το λέμε ανάκριση. Η «Εξαφάνιση στο Πίτσι Πίτσου» έρχεται να ανεβάσει περισσότερο το σασπένς, να μας μιλήσει για τα ίχνη, για τη διασταύρωση των στοιχείων και πολλά πολλά άλλα που υπάρχουν στην αστυνομική λογοτεχνία των ενηλίκων, αλλά εδώ διυλίζονται μέσα από σχήματα χιούμορ, πολύχρωμης περιπέτειας και συναισθημάτων.
Δ.Γ.: Τι ρόλο παίζει η εικονογράφηση σε ένα παιδικό βιβλίο; Η συνεργασία σας με την πολυβραβευμένη εικονογράφο Σοφία Τουλιάτου.
Ε.Γ.: Είναι τουλάχιστον το ήμισυ του παντός. Ένα καλό κείμενο δεν είναι τίποτα χωρίς μια καλή εικονογράφηση. Αντιθέτως, ένα μέτριο κείμενο, μπορεί να σωθεί κατά κάποιο τρόπο με μια καλή εικονογράφηση. Το οπτικό μήνυμα για τις μικρές ηλικίες είναι εξαιρετικά σημαντικό και η Σοφία Τουλιάτου έχει τεράστια εμπειρία και ταλέντο στον τρόπο που προσεγγίζει την παιδική ματιά. Είναι πρωτίστως φίλη μου και μετά συνεργάτιδά μου. Με έναν τρόπο βυθίζομαι στον αισθητικό κόσμο της και βυθίζεται στον δικό μου για να προκύψει αυτό το αποτέλεσμα.
Δ.Γ.: Για να γυρίσουμε λίγο στην αστυνομική λογοτεχνία. Στο έργο σας η «Τριλογία της Αθήνας», με ήρωα τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο, εστιάζετε στον ρόλο της πόλης. Ποιος είναι αυτός ο ρόλος στα μυθιστορήματά σας; Πιστεύετε ότι είναι ένας ωραίος τρόπος να φέρει πιο κοντά τον αναγνώστη στη ιστορία και την πλοκή του βιβλίου;
Ε.Γ.: Η πόλη ως σχήμα και όχι απλά ως γεωγραφικός τόπος είναι ο καθρέφτης του κεντρικού ήρωά μου και μ’ έναν τρόπο υπάρχει για να καθρεφτίζει όχι μόνο το τρέχον, την ατμόσφαιρα και τη συνθήκη της εποχής, αλλά τον ίδιο τον αναγνώστη. Είναι δηλαδή το σχήμα που φτιάχνω από θραύσματα της δικιάς μου πραγματικότητας προκειμένου να δημιουργηθεί η συνθήκη που θα επιτρέψει στον αναγνώστη να χτίσει τον δικό του κόσμο μέσω της αφήγησης. Γιατί τελικά αυτό είναι που έχει σημασία, να καταφέρει ο ίδιος να φέρει μια νέα πόλη στο φως, την δικιά του πόλη, τον δικό του καθρέφτη, το δικό του μικρό σύμπαν και τις αντανακλάσεις του σε αυτό. Είναι η δικιά του ματιά που ενεργοποιείται μέσω της αφήγησης και το δικό του συναίσθημα που με ενδιαφέρει και όχι μια παθητική ανάγνωση που έχει ως στόχο να τον υπνωτίσει για να τον ξεγελάσει με ταχυδακτυλουργικά και άλλα συγγραφικά κόλπα ανατροπών για την ανατροπή, τόσο συνήθη στην αστυνομική λογοτεχνία ή στις ταινίες. Με ενδιαφέρει ο αναγνώστης που ψάχνει τον εαυτό του στην αφήγηση και όχι απλά τη λύση του γρίφου ή την εξέλιξη της πλοκής. Είναι αυτός που θα φέρει την δικιά του Πόλη στο φως, εξ’ ου και ο τίτλος του τελευταίου μου βιβλίου.
Δ.Γ.: H αστυνομική λογοτεχνία ως κατηγορία έχει φανατικό κοινό. Ειδικά στη χώρα μας είναι κάτι που το διαπιστώνετε;
Ε.Γ.: Ο όρος φανατισμός και λογοτεχνία, ή γενικά τέχνη, στο μυαλό μου δεν πάνε μαζί. Οποιοσδήποτε διαβάζει φανατικά μόνο ένα είδος, μάλλον δεν ξέρει τι χάνει από τον πλούτο των άλλων ειδών. Είναι σα να σου αρέσει ένα είδος φαγητού και κάθε μέρα να επιλέγεις να τρως το ίδιο ή περίπου το ίδιο. Κάτι δεν πάει καλά ή κάτι δεν θα πάει καλά πολύ σύντομα. Συνεπώς θα έλεγα ότι με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που διαβάζουν γενικά και ανάμεσα σε άλλα λογοτεχνικά είδη ή υποείδη θα διαβάσουν και αστυνομική λογοτεχνία. Θα έλεγα ότι γράφω για να συνομιλήσω με οποιονδήποτε αναγνώστη, περισσότερο ή λιγότερο συστηματικό. Στη χώρα μας υπάρχει ένας πυρήνας που στηρίζει την αστυνομική λογοτεχνία συστηματικά, αλλά αυτός είναι μικρός σε σχέση με το σύνολο των αναγνωστών. Και αν υποθέσουμε ότι γενικά το ποσοστό των αναγνωστών δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό, τότε αντιλαμβανόμαστε και το πραγματικό μέγεθος αυτού του πυρήνα. Από την άλλη υπάρχει και μια μερίδα αναγνωστών που αποφεύγουν να διαβάσουν αστυνομική λογοτεχνία θεωρώντας την στερεοτυπικά ακόμη υποδεέστερη των άλλων ειδών. Θα έλεγα σε όλους λοιπόν, φανατικούς και πολέμιους, να ανοίξουν τις κεραίες τους γιατί εκεί έξω υπάρχουν πολύ ωραία βιβλία σε όλα τα είδη, ανεξαρτήτως εποχής, μόδας ή κυρίαρχων λογοτεχνικών τάσεων.
Δ.Γ.: Παρατηρούμε μια υπερπαραγωγή τίτλων από πολλούς εκδοτικούς οίκους. Είναι τόσο μεγάλο το αναγνωστικό κοινό στη χώρα μας;
Ε.Γ.: Φαντάζομαι ότι αυτό μπορεί να μας το δείξει πιο συγκεκριμένα μια στατιστική μελέτη που γίνεται με οργανωμένο τρόπο και μπορεί να δώσει τον συσχετισμό που προκύπτει μέσα από νούμερα, συγκρίνοντας ενδεχομένως αντίστοιχα στατιστικά στοιχεία με άλλες χώρες ή άλλες περιόδους. Η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι δεν διαβάζουμε πολύ ή ότι δεν διαβάζουμε συστηματικά. Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Δεν ξέρω πόσο μπορεί να διαβάζει ο καθένας ή πόσο αντέχει να διαβάζει ο καθένας, αφού είναι μια διαδικασία που απαιτεί κόπο, συγκέντρωση κι επιμονή για να σε ανταμείψει. Σε κάθε περίπτωση ο ρόλος του δημιουργού είναι να εστιάζει σε αυτό που φτιάχνει και να δουλεύει σκληρά προκειμένου να εξελίσσεται. Αν αυτό που δημιουργεί στη συνέχεια θα φτάσει σε πολλούς ή λιγότερους αναγνώστες έχει να κάνει με πληθώρα παραγόντων, συγκυριών και τακτικών της εκδοτικής παραγωγής. Όμως έστω κι ένας αναγνώστης να συγκινηθεί από αυτό που κάνεις, ίσως είναι αρκετό, αφού έξω από νούμερα, στατιστικές και δείκτες υπάρχουν πάντα τα όνειρα και η τέχνη είναι ότι πιο συγγενές σε αυτά. Τελικά είμαστε πάντοτε οι ιστορίες μας και όσα ονειρευόμαστε.