Ζεστές μέρες οι τελευταίες. Από τις πιο ζεστές του φετινού καλοκαιριού.
Πάμε πίσω στον χρόνο να δούμε εικόνες της αθηναϊκής ζέστης άλλων εποχών. Η ζέστη και η σκόνη ταλαιπωρούσαν αφάνταστα τους Αθηναίους.
- Του Δημήτρη Γιαγτζόγλου
1894 ρεπορτάζ της εποχής. Δεν ήταν απλή υπόθεση η ζέστη τότε. Σίγουρα δεν ήταν υπόθεση του κουμπιού του κλιματιστικού. Προσέξτε την περιγραφή.
«Η οδός Ερμού, η στενή και μακρά φλογίζεται. Η μεσημβρία πλησιάζει. Τα πεζοδρόμια σχεδόν έρημα. Τα παράθυρα των οικιών ερμητικώς κλεισμένα. Μακρά εκ λινού παραπετάσματα προφυλάσσουν εκ της ηλιακής αντανακλάσεως τας προθήκας των εμπορικών καταστημάτων. Ολίγαι άμαξαι βραδέως διασχίζουσι την οδόν.
Από του στενού της Μητροπόλεως προβάλλει εύσωμος κύριος, ηλικίας πεντήκοντα ετών, υψηλός, με γενειάδα πυκνήν και ψάθινον πίλον. Φορεί εντόπια ενδύματα και κίτρινα υποδήματα. Φορεί υποκάμισο ακολάριστον και έχων μανδήλιον εις την δεξιάν σφογγίζει διαρκώς το κάθιδρον μέτωπόν του. Κάτωθεν της αριστερής μασχάλης δέσμη δικογράφων.
Εξήλθεν εκ του πρωτοδικείου, ένθα ωμίλει επί ώραν. Ίσταται εις την άκραν της οδού σκεπτόμενος πως συντομώτερον ημπορεί να φθάση εις την οικίαν του. Η ομβρέλλα του μετριάζει την θερμότητα των καυστικών ακτίνων και σκοτεινόχροοι διόπτραι προφυλάσσουν τους οφθαλμούς του. Αποφεύγει τας ομιλίας και τους χαιρετισμούς. Αναπνέει μετά προφανούς στενοχωρίας και ο ιδρώς τρέχει διαρκώς».
Μια άλλη σκηνή.
«Ο ιπποσιδηρόδρομος σφυρίζει έξωθεν της Ακαδημίας, και η παχύσαρκος κυρία λέγει προς των πωλητή των εισιτηρίων
– Τέσσαρα allez retour, μα λιγάκι γρήγορα γιατί θα το χάσωμε. Ο γιατρός διέταξε θαλάσσια λουτρά δια τα παιδιά.
Τοποθετούνται εις έν θρανίον η μητέρα, τα τέσσερα παιδιά και είς ιερεύς. Το τραίνον κινείται, ο ήλιος της δύσεως κατακαίει την αριστεράν παρείαν της αθηναίας δεσποσύνης, η οποία στενοχωρούμενη ανοίγει την ομβράλλαν της. Είνε αδύνατον όμως να την κρατήση, διότι την εμποδίζει ο στύλος του βαγονιού. Την κλίνει μετά θυμού. Ο λινός μπερντές έχει καταστραφή. Ο υπάλληλος σκίζει τα εισιτήρια και η κυρία φωνάζει, διαμαρτύρεται προς τον επιθεωρητήν.
– Μα τι διάολο. Δεν βάζετε μισή πήχη λινό που μας έψησε ο ήλιος.
Αλλά ο επιθεωρητής μειδιά και απέρχεται.
Το τρένον έφθασε εις Φάληρον. Η παχύσαρκος κυρία ασθμαίνουσα τρέχει δια να καταλάβει μίαν μπαράγκαν. Φθάσασα βλέπει, ότι ελησμόνησε εις το βαγόνιον το πορτομονέ της.
– Α!!! Δυστυχία μου! Τώρα;
Και εξέρχεται μανιώδης μετά των τεσσάρων μικρών της προς ανεύρεσιν των απωλεσθέντων χρημάτων της.
Χρόνια μετά. Τα θαλασσινά παιχνίδια των Αθηναίων.
«Σήμερα το σωτήριο έτος 1938, ο συμπολίτης έχει άλλες απαιτήσεις από την θάλασσα: Γλεντά στο νερό, παίζει σαν τρελόπαιδο με το κύμα μαζί με την γυναίκα του, την μνηστή του ή την μικρή του φιλεναδίτσα, απολαμβάνει χίλια παιχνίδια.
Φέτος θα αυξηθή η ποικιλία των παιχνιδιών της θαλάσσης. Αι παραλίαι μας αι κοσμικαί μας ιδίως πλαζ, φιλοδοξούν να παρουσιάσουν ατραξιόν εφαμίλλους των ευρωπαϊκών. Καινούργια παιχνίδια θα προστεθούν εις τα γνωστά παλαιά.
Τα υδροποδήλατα εφέτος, οι αμφίβιες «μπισικλέττες», θα μας εμφανισθούν περισσότερον τελειοποιημένες. Εφέτος θα έχωμεν ποδήλατα που θα διασχίζουν τα κύματα με ταχύτητα βενζινακάτου και θα φρικιάζη επάνω του το τορνευτό κορμάκι της αμαζόνος του νερού, της αναδυόμενης Αφροδίτης.
Στις πλαζ θα εγκατασταθεί εφέτος και το μοντέρνο θαλάσσιο παιγνίδι που κάνει φουρόρε στις Νορμανδικές ακτές. Το «Πούσιγκ Μπωλ». Είναι αγγλικής εφευρέσεως. Είνε μια μπάλα τεραστίων διαστάσεων – σωστός πλανήτης – γιομάτης από αέριο υδρογόνου, για να είναι ελαφριά σαν πούπουλο, παρ΄ όλο τον τεράστιο όγκο της. Η μπάλα σχεδόν πετά και το παιγνίδι αυτό είνε. Σίγουρα θα γοητεύση τας ωραίας μας διότι αναδεικνύει εξαίσια τας γραμμάς.
«Ελληνικόν Μέλλον 1938, υπογράφει ο “Kοσμικός”».
ππηγή paliaathina.com