Ψυχαναγκασμός, ο (αρσενικό):
1. Η επιβολή της θέλησης ενός σε κάποιον άλλον με άσκηση ψυχολογικής πίεσης.
2. (ψυχολογία): Η σκέψη μιας ιδέας, ενός αισθήματος, μιας τάσης που, ενώ πηγάζει από τον ψυχισμό ενός ατόμου, αντιμετωπίζεται ως αντίθετο του Εγώ του, χωρίς ωστόσο να μπορεί να την περιορίσει ή να απαλλαγεί από αυτήν.
Ή, πολύ απλούστερα, αυτό που είσαι εσύ, αυτός, αυτή, εκείνος, εμείς, εσείς, αυτοί- σχεδόν όλοι μας κρύβουμε μικρές ή μεγαλύτερες «ποσότητες» ψυχαναγκασμού μέσα μας, τις οποίες σπανίως βρίσκουμε τρόπο να τις… βυθίσουμε εντέχνως.
Γι’ αυτό, υπάρχουν τέσσερις αριθμοί που είναι ικανοί να μας οδηγήσουν στη μη ελεγχόμενη τρέλα όταν τους βλέπουμε μπροστά μας.
Για ποιους λέμε;