Του Δημήτρη Γιαγτζόγλου
Καλοκαίρι του 1992. Διακοπές στην Λέρο. Ήδη δούλευα στον ΣΚΑΪ. Λάθος. Δεν δούλευα, ήμουν μαθητευόμενος. Γεγονός που σημαίνει απλήρωτος και βλέπουμε. Είχα να αποδείξω πολλά τότε. Διακοπές στην Λέρο, λοιπόν, με όλη την οικογένεια.
Κάποια στιγμή 3 μέρες πριν να φύγω είδα μια αφίσα. Με λίγα λόγια στο Λακκί σε ένα εκπληκτικό κτίριο από την ιταλοκρατία είχε έκθεση με δημιουργίες ψυχασθενών. Τρόφιμοι του ψυχιατρείου της Λέρου. Τότε πάντα μαζί μου είχα το δημοσιογραφικό μου μαγνητοφωνάκι. Ένα sony με τις μικρές κασέτες. Τελευταίας τεχνολογίας. Καμάρι εγώ. Πήγα το απόγευμα στην έκθεση. Δεν το πίστευα αυτό που έβλεπα. Τα έργα ήταν κυρίως ψηφιδωτά. Δύσκολα. Αριστουργήματα. Ρώτησα αν ήταν κάποιος υπεύθυνος εκεί. Μου είπαν ότι ήταν η πρόεδρος του ΔΣ του Ψυχιατρείου. Δεν θυμάμαι όνομα. Θυμάμαι ότι ήταν μια εντυπωσιακή γυναίκα με δυνατή φωνή και χαμόγελο κι ένα πολύ ιδιαίτερο άρωμα.
Την πλησίασα της είπα τι δουλειά έκανα και τη παρακάλεσα να θα μπορούσε να με βοηθήσει να μιλήσω με κάποιος ασθενή. Με κοίταξε καλά καλά. Έως περίεργα. Μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Ακολούθησα. Μου εξήγησε ότι θα συναντούσαμε τον Τζίμη. Παρακολουθούσε ένα πρόγραμμα επανένταξης. Με προειδοποίησε ότι δεν θα ήταν εύκολη η συνομιλία μας, θα έπρεπε να του μιλάω πολύ απλά και πολύ αργά. Πλησιάσαμε.
Ο Τζίμης. Απροσδιόριστη ηλικία. Σκαμμένο πρόσωπο. Αδύνατος με ένα τσιγάρο στο στόμα. Συνέχεια. Δόντια είχε ελάχιστα. Σταθήκαμε δίπλα στο έργο του και αρχίσαμε να μιλάμε. Το μαγνητοφωνάκι έγραφε. Μου έλεγε για την ζωή του έξω από το Ψυχιατρείο, τους φίλους του, τι δουλειά έκανε παλιά, από πού ήταν. Κάποια στιγμή αρχίζει και χάνει την σκέψη του. Άλλαξε το βλέμμα του. Δεν καταλάβαινα τίποτα από ότι μου έλεγε. Η πρόεδρος με έπιασε από το χέρι και μπροστά του (προφανώς και ο ίδιος δεν καταλάβαινε) μου είπε να μην φοβάμαι, να είμαι ψύχραιμος. Είχε παραλήρημα. Κράτησε ώρα. Όταν του πέρασε για να μην τον ξαναπιάσει μάζεψα την κουβέντα. Και το τελευταίο πράγμα που τον ρώτησα ήταν «τι εύχεσαι στον κόσμο έξω. Η απάντηση μόνο αναμενόμενη δεν ήταν. Με κοίταξε λίγο σκέφθηκε. «Να είναι ανώτεροι άνθρωποι στην ζωή τους». Με πήραν τα ζουμιά κανονικά. Κανονικότατα. Από μία ώρα συνομιλίας κατάφερα να κρατήσω μόνο 2 λεπτάκια. Όλο το υπόλοιπο ήταν παραλήρημα. «Να είναι ανώτεροι άνθρωποι στην ζωή τους». Κάποια στιγμή θα σας πω για το τι έκανα την επόμενη μέρα μέσα στο ψυχιατρείο της Λέρου. Μπήκα κρυφά. Από μία τρύπα σε ένα συρματόπλεγμα. Άλλη φορά αυτά.
Οι νοσηλευτές κυριολεκτικά πεθαίνουν για να κρατήσουν τα νοσοκομεία (και τους ασθενείς) ζωντανά
Τον χειμώνα παρουσίασα στην εκπομπή στον RealFm ένα εκπληκτικό βιβλίο. «Ιερά Οδός 343 – Μαρτυρίες από το Δρομοκαϊτειο» της Μαρίας Φαφαλιού. Κοινωνική ψυχολόγος η κ. Φαφαλιού με εξαιρετική σκέψη και λόγο. Ένα βιβλίο που έχει σκοπό να σπάσει το φράγμα που χωρίζει τον ψυχικά άρρωστο από τους «απέξω», μέσα από την εκατόχρονη και βάλε ζωή του Δρομοκαϊτειου. Βασίζεται σε ιστορική έρευνα αλλά και σε μαρτυρίες.
Να κάποιες από τις αφηγήσεις του προσωπικού που αναφέρονται στην σεξουαλική ζωή την τροφίμων, στην ανάγκη για ερωτική επαφή και στοργή. «Εδώ μέσα, στον μικρό αυτό χώρο, συναντάς μαζεμένα οτιδήποτε συναντήσεις έξω. Την συντροφικότητα, την αγάπη, τον έρωτα, το σεξ γιατί το θες, το σεξ επί πληρωμή, όλα. Έχουμε μια άρρωστη η οποία έχει προτιμήσεις σε έναν συγκεκριμένο άρρωστο, είναι ο μοναδικός που θέλει να πηγαίνει μαζί του χωρίς να την πληρώνει. Με όλους τους άλλους συνήθως πάει επί πληρωμή. Η ταρίφα φτάνει από ένα γαριδάκι, από ένα τσιγάρο μέχρι και 500 δραχμές. Ό,τι έχει ανάγκη εκείνη την ώρα. Αυτή η άρρωστη, λοιπόν, τον προτιμάει εκείνον από όλους, πρέπει να είναι ψιλοερωτευμένη μαζί του. Αλλά εκείνος δεν θέλει. Πηγαίνει με μια άλλη που την πληρώνει. Και όταν τον ρωτάνε γιατί πας με την άλλη αφού αυτή σε θέλει, εκείνος απαντάει ότι η άλλη έχει μεγάλο στήθος. Και μία άλλη , που πάει με όλους εδώ πέρα, κάποια φορά θέλησε ένας άρρωστος να πάει μαζί της, αλλά δεν είχε χρήματα. Του λέει αυτή «δεν γίνεται χωρίς χρήματα», ζήταγε τότε ένα κατοστάρικο, πριν από πολλά χρόνια. Της λέει αυτός «ένα πενηντάρικο έχω». «Ε τότε μόνο χάιδεμα». Κάθισαν την χάιδεψε, μέχρι που εκείνη έκρινε ότι τελείωσε ο χρόνος και του είπε να φύγει».
Αν εξαφανιστεί αυτό το έντομο η ανθρωπότητα θα αφανιστεί σε 4 χρόνια (και κινδυνεύει)
«Υπάρχουν δύο μερίδες αρρώστων. Υπάρχει η μία ομάδα, που το θεωρούν ντροπή να κάνουν οποιαδήποτε σεξουαλική σχέση εδώ μέσα και δεν τους επηρεάζει ασθένεια σε αυτό. Αλλά στην άλλη ομάδα, στην μεγαλύτερη, οι άρρωστοι δεν έχουν ηθικές αναστολές, δεν τους πειράζει και μπορούν να δημιουργήσουν οποιαδήποτε σχέση. Ακόμη και μεγάλες γυναίκες με οικογένεια μόλις έρχονται στο ψυχιατρείο δημιουργούν πολύ εύκολα μια σχέση, χωρίς δεσμό, μόνο σεξουαλική. Είχαμε εμείς μια τέτοια άρρωστη μεγάλης ηλικίας, από πολύ καλή οικογένεια, η οποία είχε δημιουργήσει πολύ έντονη σεξουαλική σχέση με έναν άρρωστο εδώ πέρα τον Λ. Δεν υπάρχει μέρα που να μην συναντηθούν. Και συνήθως τον τράβαγε εκείνη, το ήθελε αυτή, το επιδίωκε. Δεν ξέρουμε ποια ήταν τα δικά της συναισθήματα, όμως τα συναισθήματα του Λ. απέναντι της ήταν παρά πολύ τρυφερά. Και μια μέρα αυτή άφησε το φουστάνι της από έξω και κάποιος άρρωστος πέρασε και το πήρε. Όταν βγήκαν, αυτή δεν είχε φουστάνι να φορέσει και βγήκε ο Λ. κι έψαχνε σε όλους τους αρρώστους, έφαγε όλο το νοσοκομείο να ψάχνει να το βρει. Αφού τέλος πάντων δεν το βρήκαν πουθενά ζήτησαν βοήθεια από το νοσηλευτικό προσωπικό και της φέραν ένα άλλο φουστάνι να φορέσει.
Ποίημα ασθενούς
Επήγα στο Μεταξουργείο να συναντήσω έναν φίλο
Είχα χρόνια να τον δω και πήγαν να φορμαριστώ
Επήγα σε έναν οίκο ανοχής και βλέπω μια γυναίκα περιωπής
Της λέω πως σε λένε και μου απαντά
Είμαι τσιγγάνα με λένε Άννα και είμαι santa putana.
Στοιχεία από το βιβλίο «ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ 343 – Μαρτυρίες από το Δρομοκαϊτειο» Μαρία Φαφαλιού
Εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ