9 Απριλίου 1941. Τα γερμανικά στρατεύματα εισέρχονται στη Θεσσαλονίκη. Τα επόμενα τριάμισι χρόνια η υπόδουλη Μακεδονία θα γνωρίσει το μεσαίωνα της Κατοχής. Την πείνα, τα μπλόκα, τις εκτελέσεις, τις διώξεις, τις κακουχίες, τα βασανιστήρια, το θάνατο. Ο Σπύρος Κουζινόπουλος, ύστερα από πολυετή έρευνα, αξιοποιώντας ένα μεγάλο πλούτο αρχειακού υλικού, μαρτυριών και ανέκδοτων στοιχείων, παρουσιάζει νέες σελίδες της ιστορίας της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα, στο βιβλίο «Σελίδες Κατοχής» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΝΟΣ.
Του Δημήτρη Γιαγτζόγλου
Η είσοδος των ναζιστικών δυνάμεων στην πόλη, τα επιταγμένα από τους Γερμανούς κτίρια, οι τόποι βασανιστηρίων και εκτελέσεων, τα ηρωϊκά σαμποτάζ στις εγκαταστάσεις των κατοχικών δυνάμεων, τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια εορτασμού των εθνικών γιορτών και οι διαδηλώσεις κατά της πολιτικής επιστράτευσης και της καθόδου των Βουλγάρων στη Μακεδονία, είναι μερικά από τα θέματα που φωτίζονται από την έρευνα. Επίσης, βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας στοιχεία για κάποιες εκπληκτικές αποδράσεις από τα νύχια των κατακτητών, ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο πρωταγωνιστεί ο μεγάλος Βασίλης Τσιτσάνης, που τον καιρό της Κατοχής συνθέτει στη Θεσσαλονίκη τα μεγάλα του αριστουργήματα αλλά και δύο ελάχιστα γνωστά τραγούδια προς τιμήν της Εθνικής Αντίστασης, τα οποία «θάφτηκαν» μεταπολεμικά.
Η περιγραφή που ακολουθεί είναι συγκλονιστική και ενδεικτική των μεθόδων βασανισμού που χρησιμοποιούσε η Γκεστάπο στα «ανακριτικά κέντρα» της σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. «Στα άντρα αυτά εφαρμόζονταν μέθοδες βασανισμού μεσαιωνικές. Στην οδό Μέρλιν είχαν εγκατασταθεί σύνεργα όλων των ειδών βασανισμού. Χοντρά ξύλα, βούρδουλες με λάστιχο, συρματόσχοινο ή από ουρά ψαριού με μυτερούς κόμπους, τροχαλίες για κρέμασμα και αιώρηση του σώματος.
Με όλα αυτά χτυπούσαν το κορμί, καταξέσκιζαν τις σάρκες αφού χτυπούσαν του κρατούμενους σχεδόν πάντα ολόγυμνους. Οι βασανισμοί ήταν εξαντλητικοί. Στα διαλείμματα υποχρέωναν τους κρατούμενους να στέκονται όρθιοι με τα χέρια ψηλά ή πλάγια και το κεφάλι στραμμένο στον τοίχο ώστε να μη βλέπουν τι γίνεται γύρω τους. Άλλους τους υπέβαλαν στο μαρτύριο της φάλαγγας, χτυπώντας τους στα γυμνά πέλματα με ξύλα. Άλλους τους κρεμούσαν ανάποδα , τους καψάλιζαν με αναμμένες εφημερίδες ή με καμινέτα στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια τους, έβαζαν βραστά αβγά στις μασχάλες τους, τους έδεναν στα καλοριφέρ. Τους έκαιγαν με αναμμένα τσιγάρα, κάρβουνα ή πυρακτωμένα σίδερα. Σε μια κοπέλα έχωσαν ένα αναμμένο σίδερο στα γεννητικά της όργανα και μισοπεθαμένη την μετέφεραν και τη πέταξαν σε ένα ξεροπήγαδο. Άλλων ξερίζωναν τα νύχια ή τους έσπαγαν τα δόντια με τις λαβές των όπλων τους. Η «χελώνα» ήταν ένα σιδερένιο στεφάνι με σταυρωτά ελάσματα, βίδες και καλώδια. Το φορούσαν στο κεφάλι έσφιγγαν τις βίδες σε σημείο που να προκαλούνται ανυπόφοροι πόνοι και ύστερα το φόρτιζαν με ηλεκτρικό ρεύμα διαφόρων εντάσεων. Τα βασανιστήρια αυτά διαρκούσαν πολλές ώρες. Ακολουθούσαν κλωτσιές, φάλαγγα και ξανά όλα από την αρχή. Στο τέλος τους πετούσαν σε ένα κατασκότεινο κελί και τους άφηνα δυο τρεις μέρες αβοήθητους να πεθάνουν χωρίς νερό και φαγητό. Οι τοίχοι των θαλάμων των βασανιστηρίων ήταν γεμάτοι αίματα, μυαλά και κομμάτια από ανθρώπινο δέρμα».
Απόσπασμα από το βιβλίο για μια σημαντική απόδραση που έπαιξε σημαντικό ρόλο για την οργάνωση της αντίστασης κατά των Γερμανών. «Τη νύχτα της 8ης προς 9η Απριλίου του 1941, λίγες ώρες δηλαδή πριν ο γερμανικός στρατός καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, συνέβη ένα γεγονός που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος. Πρόκειται για την απόδραση δώδεκα φυματικών κομμουνιστών από το Σανατόριο Ασβεστοχωρίου, όπου κρατούνταν από το 1938. Η μεγάλη σημασία εκείνης της απόδρασης έγκειται στο ότι οι δώδεκα δραπέτες, στελεχώνοντας τις οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αποτέλεσαν στη συνέχεια τη “μαγιά” για την ανάπτυξη της Αντίστασης, όχι μόνο στη Βόρεια Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την κατεχόμενη από τους ναζί χώρα…
Την απόφαση των 12 φυματικών στελεχών του ΚΚΕ, την αποφάσισε το παράνομο και καραδιωκόμενο από το μεταξικό καθεστώς Μακεδονικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ φαίνεται πως η πληροφορία ότι επίκειται η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους ναζί, επέσπευσε την απόδραση…Πριν φύγουν από το θεραπευτήριο οι νοσηλευόμενοι δραπέτες ενημέρωσαν τον διευθυντή του σανατορίου για η απόφασή τους…Μετά την απόδρασή τους, κατευθύνονται με τα πόδια και με χίλιες προφυλάξεις μέσω του δάσους του Σέιχ Σου προς την Άνω Πόλη, για να κρυφτούν σε σπίτια φίλων του ΚΚΕ».