Γράφει ο Δημήτρης Γιαγτζόγλου
Κάποια στιγμή αποφάσισα πως ότι είχα στο σπίτι δεν μου άρεσε. Ήθελα αλλαγή. Στην διακόσμηση. Είχα μαζέψει πολλά αντικείμενα, μικρά και μεγάλα από τότε που παρουσίαζα μια τηλεοπτική ταξιδιωτική εκπομπή. Σκέφτηκα, λοιπόν, όλα αυτά να τα βάλω πια στην καθημερινότητά μου. Έτσι κι αλλιώς το καθένα έχει την δική του συναισθηματική αξία, κουβαλάει ωραίες εικόνες και διαλόγους, την δική του ιστορία.
Δεν έμεινα μόνο σε αυτά. Μπήκα και σκουπίδια, υλικά κατεδάφισης και άρχισα να ψάχνω. Με κοιτούσαν καλά καλά οι περαστικοί και γελούσαν. Έβλεπα σε σπίτια να κάνουν ανακαίνιση στα μπάζα εγώ.
Και καλά στα μπάζα. Να τα κουβαλάς μετά στον δρόμο ήταν το θέμα. Παράδειγμα μια μπαλκονόπορτα δεκαετίας ΄60. Την βρήκα δύο τετράγωνα πάνω από το σπίτι μου. Την κουβάλησα, την καθάρισα καλά, δεν της άλλαξα το χρώμα, με ότι φθορά είχε την έκανα ένας ωραίο καθρέφτη.
Μια πόρτα κουζίνας. Αυτή μάλλον θα ήταν σε αυλή. Είχε μια ωραία παλιά σιδεριά κι ένα σπασμένο τζάμι. Ασήκωτη. Καθάρισμα και ντεκόρ στο τοίχο. Τα Χριστούγεννα την κάνω με φωτάκια το «δέντρο» μου.
Έχω να θυμάμαι από πολλά τέτοια αντικείμενα ιστορίες. Τηλεοπτική εκπομπή το 2009 στην Μυτιλήνη. Σε ένα μουσικό καφενείο, στέκι φοιτητικό. Μόλις τελειώσαμε τα παιδιά ήθελαν να μου κάνουν ένα δώρο. Εγώ δεν ήθελα κάτι. Αλλά επέμεναν. Μην γελάσετε. Σε μια γωνιά στο επάνω όροφο είχα σταμπάρει ένα παλιό παραθυρόφυλλο. Μονό. Λέω «αφού επιμένετε θέλω αυτό το παραθυρόφυλλο». Με κοίταξαν κάπως και γέλασαν. Μοναδικό κομμάτι. Με κάποια επεξεργασία βγήκαν στην επιφάνεια καμία δεκαριά στρώσεις από διαφορετικά χρώματα λαδομπογιάς που το είχαν βάψει. Παμπάλαιο. Που να με βλέπατε όταν πέρασα το παραθυρόφυλλο από τον έλεγχο στο αεροδρόμιο.
Κάπου έξω από την Τρίπολη. Βρήκα έναν παράδεισο. Παλαιοπωλείο εννοείται. Και τι δεν είχε. Ο τύπος βαρύς και ασήκωτος. Αφού κάνουμε ένα γύρισμα πάνω σε μια άμαξα, δεν ήταν δυνατόν να φύγω χωρίς να πάρω κάτι. Μια ωραία παλιά πόρτα ζωγραφισμένη το χέρι από μια μικρή ντουλάπα. Έπεσε παζάρι. Τρελό παζάρι. Στο τέλος με βαρέθηκε. 20 ευρώ την πήρα κι έτρεχα. Φώναζαν, όμως, τα παιδιά του συνεργείου. Ελάχιστος ο χώρος μέσα στο βανάκι. Τα στρίμωξα. Κάμερες, φώτα, ηχητικά, εμείς και η πόρτα!!!
Μια παλιά δερμάτινη βαλίτσα. Στα Κύθηρα. Τελειώνουμε την εκπομπή και όπως γυρίζαμε στο ξενοδοχείο να ένα παλαιοπωλείο. Δεν έφταιγα εγώ. Πιστέψτε με. Σαν να μου έλεγε «που πας; έλα εδώ». Και πήγα. Με το που μπήκα είδα μια παλιά δερμάτινη βαλίτσα. Δέρμα πραγματικό. Και μέσα μια επένδυση σε καλή κατάσταση. Ο τύπος δεν ήταν του παζαριού αλλά χαλάλι. Σε μια γωνιά ήταν μια κυρία και κάτι της εξηγούσε ένας πωλητής. Και όπως γυρίζει … Η Αλίκη Καγιαλόγλου. Μια από τις φωνές , τις μοναδικές φωνές του Μάνου Χατζιδάκι. Χαρά εγώ. Της σφίγγω το χέρι. «Τι κάνετε. Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω». Με κοιτάει καλά καλά. Κοντοστέκομαι. Τόσο έξω να έπεσα; Κατάλαβε την αμηχανία μου και χαμογέλασε. «Ξέρετε σχεδόν ποτέ δεν με αναγνωρίζουν. Και για αυτό μου έκανε εντύπωση που μου μιλήσατε». Ευγενέστατη. Ναι δυστυχώς πολλοί δεν αναγνωρίζουν μια από τις φωνές που μας έχει χαρίσει μοναδικά τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι.
Άλλο γύρισμα. Με τον Στέλιο Παρλιάρο. Με τον Στέλιο ποτέ δεν είναι συνέντευξη. Ποτέ δεν είναι γύρισμα. Ποτέ δεν είναι δουλειά. Είναι μόνο χαρά. Εκεί να δείτε αρπαγή. Δύο καφάσια με το όνομά του από το ντεκόρ που γύριζε την εκπομπή του. Ε!!! σε ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου ο Στέλιος. Σε ξεχωριστή θέση τα καφάσια στο σπίτι.
Γύρισμα στην Αράχοβα. Με έψαχναν κάποια στιγμή τα παιδιά. Με είχαν μάθει. Χαμένος εγώ σε ένα καλαίσθητο παλαιοπωλείο. Η αγορά μου από εκεί; Μια παλιά ζυγαριά. Την έχω κρεμάσει στο ταβάνι και με κεριά το βράδι δημιουργεί μοναδική ατμόσφαιρα.
Το καλύτερο για το τέλος. Εκπομπή στην Πάργα. Χειμώνας . Ερημιά. Έβρεχε πολύ. Κάπου παραλιακά είδα ένα περίεργο κούτσουρο. Φυσικά και σταμάτησα. Δεν ήταν ακριβώς κούτσουρο. Μου εξήγησαν ότι ήταν κομμάτια δέντρων που τα έφερνε οι θάλασσα από την μεριά του Αχέροντα. Έργο τέχνης της φύσης. Είχα ένα γκολφάκι νοικιασμένο από την Αθήνα. Ρίχνω πίσω καθίσματα. Με βοηθάνε. Πίσω το ξύλο. Με τα νερά , με την άμμο, χάλια το γκολφάκι. Κάποια στιγμή έπρεπε να γυρίσω Αθήνα. Νύχτα με βροχή. Πρωτότυπο για χειμώνα και Δυτική Ελλάδα. Στον δρόμο προς Αγρίνιο, μπλόκο. Μπλόκο για ναρκωτικά. Φύλλο και φτερό τα αυτοκίνητα. Καμιά δεκαριά. Φτάνει η σειρά μου. Έπεσα σε φανατικούς της εκπομπής. Αλλά μου είπαν ότι για τυπικούς λόγους έπρεπε να κάνουν τον έλεγχο. Ε. άνοιξα πίσω. Πεσμένα καθίσματα και το τεράστιο ξύλο. Ακόμη γελάω από την αντίδρασή τους εκείνη την ώρα. Και τον χαβαλέ που μου έκαναν και τους έκανα. Τελικά αυτό το ξύλο το έκλαψαν από την αυλή του πατρικού μου. Ήθελε πολύ καιρό στον ήλιο να στεγνώσει. Δυστυχώς μου το πήραν. Καλύτερα να τους έδινα χρήματα παρά αυτό. Ακόμη το κλαίω.
Πολλές τέτοιες ιστορίες. Και μου αρέσει που όταν μπαίνω στο σπίτι μου σε κάθε γωνιά όπου κι να κοιτάξω κάτι έχει να μου ψιθυρίσει το καθετί. Θα σας έλεγα να το δοκιμάσετε. Πρώτα από όλα πριν πετάξετε κάτι αφήστε την φαντασία σας ελεύθερη. Τι άλλο θα μπορούσατε να το κάνετε; Δεύτερον μπορείτε να το διορθώστε μόνοι σας. Έχει την πλάκα του αυτό. Αν βάφετε κάτι παλιό θα σας έλεγα να χρησιμοποιήσετε μπογιά κιμωλίας. Εξαιρετική. Θα με θυμηθείτε. Αν πάλι σίγουρα δεν θέλετε κάτι εδώ είμαι εγώ. Μην με ξεχάσετε. Ψάχνω μια παλιά καρέκλα καφενείου. Όχι αυτή με την ψάθα επάνω. Αυτή που είχε ξύλο. Θέλω να την βάψω κόκκινη. Αυτοί είναι στόχοι!!!