Το βράδυ της Παραμονής Πρωτοχρονιάς μαζί με το νέο χρόνο έρχεται και ο Άγιος Βασίλης για να ευλογήσει το σπιτικό, όπως έλεγαν οι γιαγιάδες. Για αυτό, την επόμενη ημέρα, ανήμερα της εορτής του, όλη η οικογένεια κάθεται στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και κόβει τη βασιλόπιτα μέσα στην οποία η νοικοκυρά έχει τοποθετήσει το φλουρί προς τιμή του Αγίου.
Η ορθόδοξη παράδοση συνδέει τον Άγιο Βασίλειο με το έθιμο της βασιλόπιτας. Όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν επίσκοπος Καισάρειας, ο έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε να εισπράξει φόρους με άγριες διαθέσεις. Οι κάτοικοι φοβήθηκαν και ζήτησαν την προστασία του επισκόπου τους. Αυτός τους είπε να συγκεντρώσουν ό,τι πολύτιμα αντικείμενα είχαν για να τα προσφέρουν στον έπαρχο. Ο άγιος, όμως, τον έπεισε να φύγει χωρίς να πάρει τίποτε.
Επειδή η επιστροφή των αντικειμένων στους κατόχους τους ήταν πρακτικά αδύνατη, με συμβουλή του αγίου ζυμώθηκαν πλακούντια (μικρές πίτες) και μέσα σ’ αυτούς τοποθετήθηκε από ένα πολύτιμο αντικείμενο. Έγινε η διανομή και, σαν από θαύμα, έτυχε στον καθένα ό,τι είχε δώσει. Από τότε, λέγει η παράδοση, κάνουμε στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου πίτες με νομίσματα.
Μέγας Βασίλειος: Ο σπουδαίος ιεράρχης
Σε αντίθεση με τους Καθολικούς, οι οποίοι συνδέουν τον Άγιο Βασίλειο με τη φιγούρα του Αγίου Νικολάου (Santa Nicholas), όπως είχαμε εξηγήσει σε παλαιότερο άρθρο, η ορθόδοξη παράδοση αναφέρεται στον Άγιο Βασίλειο ως μια εξέχουσα προσωπικότητα της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Ο Μέγας Βασίλειος,, γνωστός και ως Βασίλειος Καισαρείας ή απλώς Άγιος Βασίλειος, ήταν Έλληνας, Καππαδόκης Χριστιανός επίσκοπος της Καισάρειας στην Καππαδοκία, θεολόγος και Πατέρας της Εκκλησίας.
Γεννήθηκε το 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και ήταν γιος του ποντίου ρήτορα (δικηγόρου της εποχής) Βασιλείου και της Εμμέλειας, η μνήμη της οποίας τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ανήμερα της εορτής του, την Πρωτοχρονιά.
Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Γρηγόριος, ο μετέπειτα σπουδαίος θεολόγος, γνωστός ως Γρηγόριος Νύσσης. Η γιαγιά του Μακρίνα ήταν κόρη χριστιανού μάρτυρα και μαζί με τη μητέρα του Εμμέλεια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χριστιανικού χαρακτήρα του Βασιλείου.
Μετά τα μαθήματα που πήρε στην πατρίδα του, ο Βασίλειος στάλθηκε στο Βυζάντιο για ευρύτερες σπουδές. Το 351 πήγε στην Αθήνα, όπου ανθούσαν ακόμη τα γράμματα και οι τέχνες. Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φυσική κ.ά. Στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον Ιουλιανό, μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου και αργότερα μεγάλο πολέμιο του Χριστιανισμού, και τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, με τον οποίο τον συνέδεσε μία ιερή και ισόβια φιλία.
Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα επέστρεψε το 351 στην Καισάρεια, όπου άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα, όπως και ο πατέρας του. Πολύ γρήγορα ξεκίνησε ένα πνευματικό ταξίδι στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία και τη Συρία, για να γνωρίσει τους ασκητές και να σπουδάσει τον μοναχισμό. Τόσο πολύ γοητεύτηκε από την αυστηρή ασκητική ζωή, ώστε πήγε στον Πόντο κι έζησε μοναχός στην έρημο για μία πενταετία (357-362).
Σκόπευε να μείνει οριστικά εκεί, αν δεν επισυνέβαινε ο θάνατος του επισκόπου Καισαρείας Ευσέβιου. Ο λαός της Καισαρείας ζήτησε να τον διαδεχθεί ο Βασίλειος και μετά την εκλογή του αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Καισάρεια. Παρέμεινε για εννέα χρόνια επίσκοπος Καισαρείας και άφησε σπουδαίο έργο, που αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση για τις επόμενες γενιές.
Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή «Βασιλειάδας». Εκεί διοχετεύει όλη την ευαισθησία του, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ανθρώπων.
Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων.
Όμως, το ενδιαφέρον του για τα ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα του λαού καταδεικνύεται από επιστολές του, με τις οποίες προσπαθούσε να λύσει προβλήματα εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου της Μικράς Ασίας, ορφανών, αδικημένων, ασθενών και απόρων και καθιέρωσε τη διανομή αγαθών — τρόφιμα, ρούχα, χρήματα — και κάθε είδους βοήθειας σε φτωχές οικογένειες και άπορους.
Καταπονημένος από την ευρεία δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς της χριστιανικής μαρτυρίας, καθώς και την ασκητική ζωή, την οποία ακολουθούσε, ο Βασίλειος πεθαίνει την 1 Ιανουαρίου του 379, σε ηλικία μόλις 49 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο τον χριστιανικό κόσμο της Ανατολής.
Ο Santa Claus των Αμερικάνων
Ο Άγιος Βασίλης αποτελεί σήμερα μία διεθνή λαογραφική μορφή γνωστή σε παιδιά και ενηλίκους. Είναι κυρίαρχο πρόσωπο του εορτασμού της Πρωτοχρονιάς και των Χριστουγέννων. Η γνωστή παρουσία του με κόκκινη στολή, λευκή γενειάδα, τα γυαλιά του, πάντα χαμογελαστός με το σάκο με τα δώρα, πάνω σε έλκηθρο που το σέρνουν τάρανδοι αποτελεί σε παγκόσμια κλίμακα τον πλέον αγαπημένο ήρωα των παιδιών τις ημέρες των εορτών, ακόμη και σε χώρες μη χριστιανικές.
Η σημερινή μορφή του Άγιου Βασίλη έγινε δημοφιλής μέσα από το ποίημα «A Visit from St. Nicholas» (Μια επίσκεψη από τον Άγιο Νικόλαο ή όπως είναι γνωστό στις μέρες μας «Η νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα» Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ) το οποίο δημοσιεύτηκε ανώνυμα το 1823.
Η οπτικοποιημένη αυτή εκδοχή πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό «Harper’s Weekly» το 1863.
Συμμετοχή στην δημοφιλία είχε και το παιδικό βιβλίο «The Life and Adventures of Santa Claus» του 1902.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, καθώς η ανερχόμενη εταιρεία Coca-Cola έψαχνε τρόπους να αυξήσει τις πωλήσεις του προϊόντος της κατά τη διάρκεια του χειμώνα- μια δύσκολη εποχή για τα αναψυκτικά- στρέφεται στον ταλαντούχο εμπορικό εικονογράφο Χάντον Σάντμπλομ ο οποίος δημιούργησε μια σειρά από αξιομνημόνευτα σχέδια (εμπνευσμένα σε μεγάλο βαθμό από το ποίημα του Μουρ προκειμένου να πείσει τους Αμερικάνους να αγοράσουν τα αναψυκτικά της εταιρείας.
Φυσικά, ο Άγιος Βασίλης ντύθηκε με κατακόκκινα ρούχα, ένα χρώμα σήμα κατατεθέν της εταιρείας. Η διαφήμιση αυτή υπήρξε εμπορικά τόσο επιτυχής που έμελλε να γίνει σήμα δημοτικότητας της Coca Cola ανά τον κόσμο.Η μακρόχρονη χρήση του σε διαφημίσεις της Coca-Cola παγίωσε την εμφάνισή του και ειδικά τα κόκκινα ρούχα, αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν δική της εφεύρεση.
Ο καλόκαρδος παχουλός Άγιος Βασίλης έμοιαζε με μια άλλη φιγούρα, αυτή του Father Christmasή αλλιώς πατέρα των Χριστουγέννων. Επρόκειτο για μια τυπική βρετανική εορταστική φιγούρα, η οποία χρονολογείται στην Αγγλία από τον 16ο αιώνα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ερρίκου Η’, όταν απεικονίστηκε ως μεγαλόσωμος άνδρας με πράσινες ή κόκκινες ρόμπες με επένδυση από γούνα.
Τυποποιούσε το πνεύμα της ευθυμίας τα Χριστούγεννα, φέρνοντας ειρήνη, χαρά, καλό φαγητό και κρασί και γλέντι. Μάλιστα, ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά χρησιμοποίησε και ο εικονογράφος Τζον Λιτς για να απεικονίσει το «Φάντασμα των Φετινών Χριστουγέννων’ στην ιστορία του Τσαρλς Ντίκενς.