Ευθύνεται το Δημόσιο, καθώς δεν μερίμνησε να αφαιρεθεί η παράνομα τοποθετημένη διαφημιστική πινακίδα, επί της λεωφόρου Κηφισίας, με αποτέλεσμα να βρει το θάνατο 24χρόνος οδηγός, όταν το αυτοκίνητό του εξετράπη της πορείας και προσέκρουσε σε αυτή (πινακίδα), αποφάνθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας και επιδίκασε στους συγγενείς του άτυχου νέου 350.000 ευρώ, συν τους νόμιμους τόκους, λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν.
Το δεύτερο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου του 2005, λίγο πριν τα ξημερώματα (4 π.μ.), 24χρόνος οδηγούσε το αυτοκίνητό του επί της Λ. Κηφισίας με κατεύθυνση από Αθήνα προς Κηφισιά. Στο ύψος της Helexpo το αυτοκίνητο εξετράπη της πορείας του προς τα δεξιά, προσέκρουσε αρχικά σε οκτλω μεταλλικά κολωνάκια, ύψους 0,80μ., τα οποία ήταν πακτωμένα στο τσιμεντένιο δάπεδο του πεζοδρομίου της διαχωριστικής νησίδας.
Στη συνέχεια, αφού διένυσε 14,80 μ. από την πρώτη πρόσκρουση στα κολωνάκια, ανετράπη και ακινητοποιήθηκε στη σιδερένια κολώνα, ύψους 2,60 μέτρων, η οποία στήριζε τη διαφημιστική πινακίδα διαστάσεων 2,20 μ. Χ 1,40 μ., τύπου «ρακέτα».
Το αυτοκίνητο «αγκάλιασε» την κολώνα που στήριζε τη διαφημιστική πινακίδα και αυτή (πινακίδα) έπεσε στο πεζοδρόμιο, ενώ απαιτήθηκε μία ώρα σχεδόν για τον απεγκλωβισμό του οδηγού από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, όπως αναφέρει η δικαστική απόφαση.
Ο 24χρόνος, μετά τον απεγκλωβισμό του, διακομίσθηκε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου εξέπνευσε στις 8.05 π.μ. από καρδιακή ανακοπή συνεπεία «ρήξεως ισθμού αορτής», ενώ, σύμφωνα με την γνωμάτευση του ιατροδικαστή του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος διενήργησε νεκροψία-νεκροτομή, ο θάνατος επήλθε «συνεπεία ρήξεως ανιούσης αορτής τραυματικής αιτιολογίας», κατά το τροχαίο ατύχημα.
Ακόμη, σύμφωνα με την έκθεση τοξικολογικής εξετάσεως του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν διαπιστώθηκε η παρουσία οινοπνεύματος, δηλητηρίου ή εξαρτησιογόνων ουσιών στο αίμα του άτυχου νέου.
Οι γονείς, ο αδελφός και οι δύο γιαγιάδες προσέφυγαν στην Διοικητική Δικαιοσύνη κατά του Ελληνικού Δημοσίου υποστηρίζοντας ότι το τροχαίο ατύχημα και ο θάνατος του 24χρόνου οφείλονταν σε παράνομες παραλείψεις των αρμοδίων του Δημοσίου.
Αναλυτικότερα, υποστήριξαν ότι, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους, τα όργανα του Δημοσίου υποχρεούνται να εποπτεύουν τους Ο.Τ.Α. για την αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων αφαίρεσης παράνομων διαφημιστικών πινακίδων και την επιβολή προστίμων. Ακόμη, επισήμαναν ότι η τοποθέτηση της διαφημιστικής πινακίδας, στην οποία προσέκρουσε το αυτοκίνητο, είχε εγκατασταθεί παράνομα, δηλαδή, χωρίς προηγούμενη έγκριση της θέσης που τοποθετήθηκε, χωρίς άδεια και έλεγχο των προδιαγραφών της, όπως ορίζει ο Κ.Ο.Κ.
Επίσης, επικαλέστηκαν βεβαίωση ιατροδικαστή, σύμφωνα με την οποία «οι προκληθείσες κακώσεις στον θανόντα από το τροχαίο επήλθαν από την πρόσκρουση στη μεταλλική κολώνα στήριξης της διαφημιστικής πινακίδας και όχι από τις προηγούμενες επαφές του οχήματος με τα κολωνάκια».
Κατόπιν αυτών, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι το Δημόσιο, είχε υποχρέωση να απομακρύνει τη διαφημιστική πινακίδα και αυτό ανεξάρτητα από την ίδια υποχρέωση του Δήμου Αμαρουσίου και ότι η μη απομάκρυνσή της συνιστούσε, μη νόμιμη παράλειψη του Ελληνικού Δημοσίου και όχι αποκλειστική ευθύνη του Δήμου Αμαρουσίου.
Ακόμη, αποφάνθηκε ότι υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παράλειψης του Δημοσίου και του θανατηφόρου αποτελέσματος της σύγκρουσης του αυτοκινήτου με την διαφημιστική πινακίδα.
Όμως, παράλληλα, κρίθηκε ότι ο 24χρόνος έχει συνυπαιτιότητα στο ατύχημα κατά 30%. Και αυτό, γιατί παρότι οδηγούσε το αυτοκίνητο «υπό καλές καιρικές συνθήκες και σε καλή και ξηρά κατάσταση της οδού, με επαρκή ορατότητα, επιδεικνύοντας αμέλεια και έλλειψη προσοχής μέσου συνετού οδηγού σε νυχτερινή ώρα», παραβίασε τις διατάξεις του Κ.Ο.Κ., καθώς και την πινακίδα (Ρ-32) που υπάρχει στο σημείο του ατυχήματος, η οποία περιορίζει τη μέγιστη ταχύτητα σε 70 χλμ. ανά ώρα, ενώ εκείνος εκινείτο με ταχύτητα 95χλμ./ώρα περίπου, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου.
Έτσι, το Εφετείο επιδίκασε το ποσό των 350.000 ευρώ (συν τους νόμιμους τόκους) στους δύο γονείς, στον αδελφό και τις δύο γιαγιάδες του άτυχου 24χρόνου ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του γιού, αδελφού και εγγονού.
Το Δημόσιο άσκησε αναίρεση επί της εφετειακής απόφασης, υποστηρίζοντας, μεταξύ των άλλων, ότι ο 24χρόνος ήταν συνυπαίτιος του ατυχήματος κατά 99% και ότι η ευθύνη απομάκρυνσης της παράνομης πινακίδας ανήκει στο Δήμο Αμαρουσίου. Το Α' Τμήμα του ΣτΕ απέρριψε ως αβάσιμους και αόριστους τους ισχυρισμούς του Δημοσίου και επικύρωσε την εφετειακή απόφαση.