Φρένο στο φακελάκι που ήταν και παραμένει η μεγάλη μάστιγα στο δημόσιο επιχειρεί να βάλει ο Άρειος Πάγος με μια απόφαση σταθμό για την ελληνική νομολογία.
Η απόφαση δίνει τη δυνατότητα να καταγραφούν οι επίμαχες συνομιλίες που αποδεικνύουν το χρηματισμό αργυρώνητων δημοσίων υπαλλήλων και να συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω
Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ως νόμιμη την καταγραφή με τεχνικά μέσα, των συνομιλιών δημόσιων λειτουργών (υπαλλήλων) κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων όταν από την καταγραφή της συνομιλίας αποδεικνύεται η δωροδοκία αυτών.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου έρχεται σε αντίθεση με την ισχύουσα νομοθεσία που απαγορεύει την αθέμιτη παρακολούθηση τιμωρώντας τη με κάθειρξη μέχρι 10 έτη.
Οι αρεοπαγίτες αποφαίνονται ότι η επίμαχη νομοθετική διάταξη θεσπίστηκε «στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 παράγραφος 1, 5 παράγραφος 1, 9 Α` και 19 του Συντάγματος για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου».
Η απαγόρευση αυτή, ωστόσο προσθέτουν, «αφορά εκδηλώσεις ή πράξεις της ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους, αποσκοπείται δε με τον τρόπο αυτό η διασφάλιση της προστασίας των εννόμων αγαθών του ανθρώπου, που προστατεύονται από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις».
Οι Αεροπαγίτες αναφέρουν ότι «η καταγραφή ιδιωτικής συνομιλίας με τεχνικά μέσα σε ψηφιακό δίσκο, ο οποίος αποτελεί αυτοτελές αποδεικτικό μέσο και δη έγγραφο, παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, έστω και αν αυτό περιέχει και στηρίχθηκε σε αθέμιτη μαγνητοσκόπηση με τεχνικά μέσα εκδηλώσεων του κατηγορουμένου, που πραγματοποιήθηκαν, όμως, στα πλαίσια των ανατιθεμένων σ` αυτόν υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεσή τους, η οποία υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική».
Αφορμή για την απόφαση ήταν η εξέταση περίπτωσης υπαλλήλου Πολεοδομίας ο οποίος μαζί με άλλα δύο πρόσωπα δωροδοκήθηκε, με το ποσό των 55.000 ευρώ για την έγκριση συντελεστή δόμησης.
Οι συνομιλίες για την μίζα με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα καταγράφηκε και ο πολίτης στην συνεχεία έκανε καταγγελία στην Υπηρεσία Ειδικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ καταθέτοντας και το C.D. που είχε καταγράψει τις συνομιλίες.
Στην συνέχεια κατέθεσε και μήνυση ενώ μετά την προκαταρκτική που διενεργήθηκε ο υπάλληλος της Πολεοδομίας κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας.