Στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Κω κατηγορούμενοι για ομαδικό βιασμό, κάθισαν επί διήμερο, μετά από αναβολές, δύο Έλληνες, κάτοικοι Ρόδου και Χανίων. Το δικαστήριο τους έκρινε ένοχους όπως κατηγορούνταν με το ελαφρυντικό το πρότερου σύννομου βίου και τους επέβαλε ποινή κάθειρξης 7 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα υπό τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης τους μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας τους.
Η έρευνα για την υπόθεση ξεκίνησε σε ικανοποίηση αιτήματος δικαστικής συνδρομής των αρχών της Νορβηγίας για ομαδικό βιασμό μιας Νορβηγής τουρίστριας στη Ρόδο. Σύμφωνα με την καταγγελία, οι δύο Έλληνες βίασαν από κοινού και διαδοχικά την τουρίστρια σε κατοικία στην Ρόδο, την 30ή Ιουλίου 2017 και ήταν ιδιαιτέρως βίαιοι, όπως περιγράφεται.
Η φερόμενη ως θύμα, μητέρα ενός ανήλικου παιδιού, που κατέθεσε στο δικαστήριο, είχε έρθει για διακοπές στο νησί με φίλες της και πριν απ’ αυτό το συμβάν είχε έρθει σε επαφή με ακόμη δύο άτομα με την συναίνεσή της, χωρίς προφυλάξεις. Το θύμα υποστηρίζει ότι οι δύο δράστες, την χτύπησαν, την έφτυσαν και την βίασαν σε ένα σπίτι στις παρυφές της πόλης, όπου την οδήγησε ο ένας εξ αυτών, τον οποίο γνώρισε ως μέλος μιας μπάντας σε νυχτερινό κέντρο.
Η φερόμενη ως θύμα αναγνώρισε τους δύο καταγγελλόμενους από φωτογραφίες που είχαν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του νυχτερινού κέντρου στο Facebook και μέσω αυτών οι αρχές της Νορβηγίας κατέληξαν στην ταυτότητά τους.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Δημοκρατική, το θύμα παρουσιάστηκε την 4η Αυγούστου 2017 στις αστυνομικές αρχές του Όσλο, συνοδευόμενη από την δικηγόρο της και έδωσε κατάθεση με ήχο και εικόνα. Στη συνέχεια υπέβαλε και μήνυση.
Όπως εξέθεσε, την 30ή Ιουλίου 2017 μαζί με μια φίλη της επισκέφθηκαν γνωστό κέντρο στην πόλη της Ρόδου και εκεί την προσέγγισε ένας εργαζόμενος με τον οποίο φλέρταρε. Τα ξημερώματα της ίδιας ημέρας και ενώ το κατάστημα είχε σχεδόν αδειάσει τον ακολούθησε για μια βόλτα με το αυτοκίνητό του.
Στην διαδρομή, προς άγνωστη κατεύθυνση, την βίασε και εν συνεχεία την οδήγησε σε μια κατοικία, σε άγνωστη τοποθεσία. Εκεί πήγε και ο δεύτερος Έλληνας που καταδικάστηκε, τον οποίο είχε δει να μιλάει με τον πρώτο στο ίδιο κέντρο. Όπως υποστηρίζει, την βίασαν διαδοχικά και από κοινού με ιδιαίτερη σκληρότητα.
Ο ένας από τους δύο την οδήγησε στη συνέχεια με το αυτοκίνητό του στο νυχτερινό κέντρο. Όπως περιέγραψε η μητέρα από τη Νορβηγία, πήγε σε ένα ταχυφαγείο και σοκαρισμένη ακολούθως στο ξενοδοχείο της. Με την φίλη της, όπως είπε, πήγαν σε αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλουν το περιστατικό και όπως υποστηρίζει δεν έτυχε της δέουσας αντιμετώπισης.
Οι καταγγελλόμενοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά τα όσα τους αποδίδονται. Απολογούμενος ο ένας τόνισε ότι εργάστηκε στο νυχτερινό κέντρο ως σερβιτόρος το έτος 2017. Με τον συγκατηγορούμενό του εργάστηκαν μαζί την περίοδο του 2017 χωρίς ποτέ να γνωριστούν καλά, καθώς το κέντρο απασχολεί συνολικά πάνω από 30 άτομα και δεν είχαν, όπως είπε, κάποια στενή επαφή ή σχέση.
Πρόσθεσε ότι αλγεινή εντύπωση στον ίδιο προκάλεσε το γεγονός πως η γυναίκα κατέθεσε ότι μετά τα πάθη που περιέγραφε πήγε να δειπνήσει, κοιμήθηκε και αφού διαβουλεύτηκε με τις φίλες της αποφάσισε να μεταβεί στην Ασφάλεια Ρόδου το μεσημέρι λίγο πριν αναχωρήσει για τη πατρίδα της, ενώ δεν θέλησε τελικά να υποβάλει καταγγελία καθώς δεν ήταν σίγουρη αν η ερωτική συνεύρεση έγινε με την συναίνεσή της ή όχι.
Τόνισε ότι μοναδικός λόγος που μετέβαλε την άποψή της και τελικά κατήγγειλε στις νορβηγικές αρχές ότι βιάστηκε στην Ελλάδα, είναι το προσδοκώμενο οικονομικό όφελος. Ο συγκατηγορούμενός του τόνισε ότι εργάζεται στο ίδιο κέντρο από το έτος 2012 και ότι οι προσωπικές σχέσεις και επαφές του είναι γενικά περιορισμένες λόγω των δύο μικρών παιδιών που η σύζυγός του και εκείνος μεγαλώνουν.
Πηγή: dimokratiki.gr