Για τρίτη φορά ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης ζητά την αναβάθμιση σε βαθμό κακουργήματος της κατηγορίας για την τραγική υπόθεση της πυρκαγιάς στο Μάτι το καλοκαίρι του 2018 που κόστισε τη ζωή σε 102 συνανθρώπους μας.
Αυτό αναφέρει σε νέο αίτημά του προς τις αρμόδιες εισαγγελικές Αρχές ο ανακριτής που ερευνά την συγκεκριμένη υπόθεση. Ο ανακριτής επικαλείται στοιχεία που συγκέντρωσε με την πολύμηνη έρευνά του. Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Μαρνέρης επιμένει στην άσκηση κακουργηματικής συμπληρωματικής δίωξης για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης σε κίνδυνο.
Με το αίτημά του 14 σελίδων, το οποίο απέστειλε στην εισαγγελία ο ανακριτής, ζητά την άσκηση της συμπληρωματικής κακουργηματικής δίωξης σε βάρος τουλάχιστον 10 υψηλόβαθμων στελεχών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας.
Ανάμεσα σε άλλα, ο ανακριτής διαπιστώνει πως τα αρμόδια στελέχη των παραπάνω υπηρεσιών γνώριζαν τον κίνδυνο που εξέθεσαν τους κατοίκους της Ανατολικής Αττικής και πως ενώ είχαν τη δυνατότητα να πράξουν διαφορετικά δεν το έκαναν. Επίσης, ο ανακριτής τους καταλογίζει πως «δεν έστειλαν εναέρια και επίγεια μέσα» στα σημεία που μαίνονταν οι πυρκαγιές ούτε όμως και διέταξαν την απομάκρυνση-εκκένωση των πολιτών ή τη διάσωσή τους.
Αναφέρεται σε κίνητρα που είχαν να κάνουν με τις κούρσες διαδοχής
Αυτό όμως που δημιουργεί αίσθηση είναι η αναφορά του ανακριτή σε κίνητρα των προσώπων «να αφήσουν τους παθόντες εκτεθειμένους σε κίνδυνο ζωής» ώστε να στήσουν «παγίδες» όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στους εσωτερικούς αντιπάλους τους στην Υπηρεσία, ανταγωνιστές τους στην κούρσα της διαδοχής.
Όπως αναφέρει το protothema.gr, ενδεικτικά στο έγγραφό του προς τις εισαγγελικές αρχές με το οποίο ζητεί αναβάθμιση της κατηγορίας, ο ανακριτής διαπιστώνει πως κάποια από τα πρόσωπα για τα οποία ζητεί την άσκηση δίωξης: «Είχαν κίνητρο να αφήσουν τους παθόντες εκτεθειμένους σε κίνδυνο ζωής ή σωματικής ακεραιότητας αποδεχόμενη τελικά τον κίνδυνο αυτό, καθώς με αυτόν τον τρόπο και κυρίως με την εξασφάλιση όλων των εναέριων μέσων κυρίως για την MOTOR OIL και το στήσιμο «παγίδων» στους εσωτερικούς αντιπάλους τους στην Υπηρεσία, ανταγωνιστές τους στη διαδοχή σε σημαντικές θέσεις που εξασφάλιζαν πέρα από κύρος και άλλου είδους (προφανώς) ωφελήματα προσδοκούσαν ευνοϊκή μεταχείριση των αρμοδίων στο μέλλον, ευνοϊκή μεταχείριση η οποία και επήλθε καθώς οι περισσότεροι εξ αυτών έλαβαν προαγωγή μετά ή εξήλθαν του Σώματος χωρίς να υποστούν οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια».
Ο ανακριτής αναφέρει πως τα στελέχη της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, γνώριζαν εκ της θέσεως τους για τον κίνδυνο αλλά τον αποδέχθηκαν.
«Η θέση που κατείχαν τους καθιστούσαν γνώστες του κινδύνου στον οποίο εξέθεταν τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής, κίνδυνο που προφανώς αποδέχτηκαν, αφού ενώ είχαν τη δυνατότητα να πράξουν διαφορετικά, δεν έπραξαν» επισημαίνει χαρακτηριστικά ο κ. Μαρνέρης και συνεχίζει: «Δηλαδή αν και είχαν στη διάθεσή τους μέσα και χρόνο, γνώριζαν φυσικά την επικινδυνότητα της κατάστασης και μάλιστα γνώριζαν την ιδιομορφία της περιοχής που καθιστούσε άμεσο τον κίνδυνο για ανθρώπινες ζωές, κωλυσιέργησαν σε σημείο που επέδειξαν εγκληματική αδιαφορία, που στοιχειοθετεί τουλάχιστον τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, ο οποίος και αρκεί στην περίπτωση της κακουργηματικής μορφής της έκθεσης».
Σν τοις άλλοις, σύμφωνα με το ανακριτικό αίτημα τα συγκεκριμένα πρόσωπα «δεν έστειλαν εναέρια και επίγεια μέσα, έφυγαν από τη θέση τους ή δεν πήγαν ποτέ σε αυτήν, δεν διέταξαν την απομάκρυνση – εκκένωση των πολιτών ή τη διάσωση αυτών, δεν κηρύχτηκε καν η υπό κρίση περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ υπήρχαν τα διαθέσιμα μέσα. Σαφώς και ως προς το αποτέλεσμα (τους θανάτους και την πρόκληση σωματικών βλαβών) οι ως άνω κατηγορούμενοι δεν είχαν δόλο, έστω κι ενδεχόμενο παρά μόνο αμέλεια.
Ωστόσο, ως προς την κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία των παθόντων ή επιτάσεως του επισυμβάντος κινδύνου, σαφώς οι κατηγορούμενοι είχαν ενδεχόμενο δόλο, καθώς δεν είναι δυνατό να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι εκ της θέσης τους δεν αποδεχόντουσαν την επίταση του κινδύνου για τους πολίτες από την παντελή αδιαφορία που επέδειξαν έστω κι αν διατηρούσαν μία ατεκμηρίωτη ελπίδα, η οποία και πάλι οδηγεί σε στοιχειοθέτηση ενδεχόμενου δόλου».
Επίσης, στο έγγραφο του ανακριτή γίνεται λόγος για ενδεχόμενο δόλο των κατηγορουμένων.
Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα εξής: «Οι κατηγορούμενοι αυτοί είχαν τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο, καθώς αυτοί είχαν γνώση των συνθηκών και των δυνατοτήτων που είχαν να ελέγξουν τη φωτιά, καθώς αν επιχειρούσαν σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον τρία εναέρια μέσα, και συγκεκριμένα από ώρα 16.50 εως και 17.30 και σε δεύτερο χρόνο, δηλαδή από τις 17.30 μέχρι και τις 18.15, άλλα τρία εναέρια μέσα προς ενίσχυση των ανωτέρω, ο κίνδυνος θα είχε αποφευχθεί, καθώς και του ότι σε περίπτωση μη έγκαιρης επέμβασης οι κάτοικοι θα περιάγονταν σε κατάσταση κινδύνου για τη ζωή και την υγεία τους και είχαν τουλάχιστον αποδεχτεί τον κίνδυνο αυτόν.
Δηλαδή είχαν αποδεχτεί ότι με το να εκτρέπουν τα εναέρια μέσα προς περιοχές που δεν παρουσίαζαν κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των πολιτών, να μη δίνουν εντολή να προσγειωθούν/απογειωθούν τα εναέρια μέσα από κατάλληλα αεροδρόμια για τη μεταστάθμευση, αλλά αντίθετα να δίνουν εντολή για μεταστάθμευση στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας, το οποίο ήταν κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα «εκτός ενεργείας», και να μη διαθέτουν όλα τα μέσα (εναέρια και επίγεια) προς την περιοχή Ν. Βουτζά και Ματιού.
Οι κατηγορούμενοι α) είχαν το ενδεχόμενο κινδύνου και της επίτασης του κινδύνου αυτού (γνωστικό στοιχείο) και β) με τη στάση που κράτησαν αποδέχτηκαν τον ως άνω κίνδυνο (βουλητικό στοιχείο), ο οποίος και πραγματώθηκε τελικά επιφέροντας ως αποτέλεσμα το θάνατο 102 ατόμων και σωματικές βλάβες σε τουλάχιστον 21 άτομα, για το αποτέλεσμα δε αυτό υπήρχε μεγάλη πιθανότητα πρόβλεψης λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του κινδύνου και τις επαγγελματικές ιδιότητες των κατηγορουμένων».
Ο ανακριτής παραθέτει ακόμη στο έγγραφό μια σειρά από παραλείψεις των εμπλεκομένων προσώπων την αποφράδα εκείνη ημέρα της 23ης Ιουλίου του 2018. Ο κ. Μαρνέρης αναφέρει:
– Από τις 17.04 περίπου μέχρι τις 17.30 επιχειρούσε μόνο ένα ελικόπτερο για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, το οποίο φέρεται να έκανε μία ρίψη, σε τρία διαφορετικά σημεία στην περιοχή του Νταού. Συνεπώς, οι αρμόδιοι παρέλειψαν να κινητοποιήσουν και άλλα εναέρια μέσα ενώ συνέχιζαν τις εκτροπές σε περιοχή που η φωτιά ήταν ελεγχόμενη.
– Έμεινε ανεκμετάλλευτη επιχειρησιακά και η νεοσύστατη υπηρεσία με τα μη στελεχωμένα αεροσκάφη (DRONES), τα οποία μπορούν να κάνουν 24ωρη επιτήρηση, έχουν κάμερες και δίνουν άμεσες πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο στο ΕΣΚΕ.
– Οι κατηγορούμενοι είχαν στη διάθεσή τους και σωστικές λέμβους, που ανήκαν στην πρώτη ΕΜΑΚ, οι οποίες βρίσκονταν στην Ελευσίνα και στα πληρώματα των οποίων δεν δόθηκε ποτέ εντολή να μεταβούν στην περιοχή. Παράλληλα, δεν τέθηκαν στη διάθεση για τη διάσωση όσων βρίσκονταν στη θάλασσα συγκεκριμένα πλοιάρια τα οποία έχουν ως σημείο στάθμευσης το λιμάνι του Πειραιά και εάν ειδοποιούνταν να συνδράμουν στη διάσωση , ο χρόνος που απαιτούνταν είναι 1 ώρα και 15 λεπτά περίπου, δηλαδή θα βρίσκονταν εκεί περίπου στις 20.15, ενώ πολίτες βρίσκονταν στη θάλασσα ήδη από τις 18.50.
Πλαστογραφία του ημερολογίου
Τέλος, ο κ. Μαρνέρης κάνει λόγο για πλαστογραφία του ημερολογίου. «Προέκυψαν και στοιχεία που αφορούν την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων προς συγκάλυψη των παραλείψεων και ενεργειών των αρμοδίων. Μεταξύ αυτών ψευδή ή πλαστογραφημένα στοιχεία που αναγράφονται στα ημερολόγιο του αεροδρομίου της Πάχης και της Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων Πυροσβεστικού Σώματος» επισημαίνει ο κ. Μαρνέρης και σε άλλο σημείου του εγγράφου του σημειώνει: «Με τις ιδιότητές τους οι κατηγορούμενοι μπορούσαν να προβλέψουν το βαρύτερο αποτέλεσμα που τελικά επήλθε αποδεχόμενοι αυτό, καθώς δεν αξιοποίησαν έγκαιρα τα διαθέσιμα μέσα…. (…)
Σε βάρος τους δεν προκύπτουν απλώς σοβαρές ενδείξεις για αμέλεια ως προς τα καθήκοντά τους, η οποία οδήγησε αιτιακά σε θανάτους και σωματικές βλάβες, αλλά σοβαρές ενδείξεις για ενδεχόμενο δόλο ως προς την πρόκληση του κινδύνου, ήτοι ενδεχόμενο δόλο για την τοποθέτηση των θυμάτων από ασφαλή σε μη ασφαλή θέση που τα κατέστησε αβοήθητα και μη δυνάμενα να διαφύγουν του κινδύνου καθώς και τον ενδεχόμενο δόλο για την άφεση των θυμάτων αβοήθητων».
Το ανακριτικό αίτημα για αναβάθμιση της κατηγορίας θα εξεταστεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα.
pagenews.gr