Σαφής οπισθοχώρηση παρατηρείται στον χώρο της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, τη στιγμή που η Παιδεία αποτελεί μέρος της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Μάλιστα, οι αριθμοί επιβεβαιώνουν τις οξείες επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο πληθυσμιακό αποτύπωμα της Ελλάδας, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Καθημερινής».
Ο αριθμός των γεννήσεων μειώνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια: από 118.000 το 2008, μειώθηκε σε 92.000 το 2014, πτώση 22%. Λόγω της υπογεννητικότητας, αναμένεται και δραματική συρρίκνωση κατά 25% του μαθητικού πληθυσμού της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης τα επόμενα έξι χρόνια, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε χώρα μετανάστευσης χάνοντας κυρίως νέους υψηλού μορφωτικού επιπέδου.
Έτσι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από την ελληνική κυβέρνηση την επανεκκίνηση των μεταρρυθμίσεων στις τρεις εκπαιδευτικές βαθμίδες, καθώς τα προηγούμενα χρόνια κάποιες «πάγωσαν» ή άλλες απέτυχαν λόγω πολιτικής ατολμίας.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και η αναδιάταξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συγχωνεύσεις και καταργήσεις ΑΕΙ/ΤΕΙ. Μεταρρυθμίσεις για τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν αναλάβει την κυβέρνηση, αντιδρούσε.
Αξιολόγηση εκπαιδευτικών
Αυτά ορίζει, μεταξύ άλλων, η Κομισιόν στην «Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης του 2016», η οποία –μέσω των συστάσεων που καταθέτει με βάση τις πρακτικές του ΟΟΣΑ– δημιουργεί το πεδίο στον νέο υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου να υλοποιήσει μνημονιακές υποχρεώσεις. Ήδη πληροφορίες της εφημερίδας αναφέρουν ότι δρομολογείται η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, που σταμάτησε το 2013.
Ειδικότερα, η έκθεση είναι «καταπέλτης» για τις κυβερνήσεις και τους υπουργούς Παιδείας της τελευταίας τριετίας. Ενδεικτικά, τονίζεται:
• Κακώς έχει σταματήσει η αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών. «Δεδομένης της θετικής επίδρασης που μπορούν να έχουν η αυτονομία και η λογοδοσία στις εκπαιδευτικές επιδόσεις, θεωρείται ανησυχητικό ότι έχουν ανασταλεί οι διαδικασίες για την αξιολόγηση (αυτοαξιολόγηση για τα σχολεία και ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών), ακόμη και στην ιδιωτική εκπαίδευση».
• Ο νέος τύπος ολοήμερων σχολείων, που εφαρμόστηκε πρώτη φορά φέτος, αποτελεί υποβάθμιση. «Εφαρμόζεται σε μεγαλύτερο αριθμό σχολείων, στην πραγματικότητα ωστόσο πρόκειται για λιγότερο φιλόδοξη εκδοχή του νέου ολοήμερου σχολείου που προβλεπόταν παλαιότερα. Ο νόμος δεν προβλέπει την οργάνωση ολοκληρωμένων απογευματινών δραστηριοτήτων μετά τη λήξη της πρωινής ζώνης, όπως είχε προβλεφθεί αρχικά».
• Οι νέοι πάσχουν σε δεξιότητες όπως ανάγνωση και μαθηματικά. «Οι επιδόσεις τους είναι απογοητευτικές, όπως αποτυπώνονται στους διεθνείς διαγωνισμούς PISA». Επίσης, η Ελλάδα κατατάσσεται 26η στο σύνολο των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε. στον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας για το 2016 και η συμμετοχή των ενηλίκων στην εκπαίδευση ανήλθε σε 5,7% το 2015, απέχοντας πολύ από τον μέσο όρο 10,7% της Ε.Ε.
• Οι εκπαιδευτικοί είναι γηρασμένοι και κακοπληρωμένοι. «Οι μισοί (49%) στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι άνω των 50 ετών, ενώ λιγότεροι από το 1% είναι κάτω των 30. Στη δευτεροβάθμια, το 39% έχει ηλικία από 40 έως 49 ετών. Οι μισθοί είναι χαμηλότεροι σε πραγματικούς όρους από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες του ΟΟΣΑ και μέχρι το τέλος του 2017 θα παραμείνουν αμετάβλητοι με σκοπό την εξοικονόμηση δαπανών.
• Το σχέδιο αναδιάρθρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης απέτυχε, αφού στην πράξη δεν οδήγησε στον αναμενόμενο οικονομικό εξορθολογισμό.
• Περιορίστηκε σημαντικά η αυτονομία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ υποβαθμίστηκε ο ρόλος των Συμβουλίων.
• Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης για την εκπαίδευση ανήλθαν στο 4,4% του ΑΕΠ το 2014, έναντι 4,9% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ευτυχώς που το ποσοστό της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου μειώθηκε από 9% το 2014 σε 7,9% το 2015, πολύ κάτω από τον μέσο όρο του 11% της Ε.Ε. των «28» το 2015, για να υπάρχει μία θετική νότα.
Ετήσια αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων
«Υπάρχουν και ορισμένες λέξεις, με τους περισσότερους από εσάς γνωριζόμαστε αρκετά έως πολύ καλά, που φοβούμαστε να τις πούμε. Ας μη φοβόμαστε να λέμε τη λέξη “αξιολόγηση”. Μη φοβόμαστε να λέμε τη λέξη “συντεχνία”». Αυτή ήταν μία από τις αποστροφές της ομιλίας του Κώστα Γαβρόγλου στις 8 Νοεμβρίου, κατά την τελετή παράδοσης-παραλαβής του χαρτοφυλακίου της Παιδείας από τον Νίκο Φίλη. Αυτό, σημαίνει, όπως αποδεικνύεται λίγες ημέρες αργότερα, την έναρξη της αξιολόγησης στα σχολεία, την έλλειψη της οποίας επισημαίνουν και οι θεσμοί.
Ειδικότερα, σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Γαβρόγλου θα προωθεί άμεσα την υποχρεωτική ετήσια επαναλαμβανόμενη αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων της χώρας.
Η αυτοαξιολόγηση εύλογα δεν θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα για τους εκπαιδευτικούς που θα βρεθούν να μειονεκτούν, ούτε βεβαίως «και για τις σχολικές μονάδες. «Όσο οι συνάδελφοί μας και εγώ θα είμαστε εδώ δεν πρόκειται να γίνουν τέτοιες ανόητες αξιολογήσεις που έχουν ως στόχο την τιμωρία. Τη βελτίωση, ναι. Πρέπει αυτό να το βάλουμε στην κουλτούρα μας επειδή έγιναν στραβά και απίστευτα. Αυτό πρέπει εμείς πρώτοι να το ανανοηματοδοτήσουμε. Και βεβαίως μία κοινωνία στο σύνολό της συντεχνιοποιημένη, τελικά δεν είναι μία κοινωνία δημοκρατική», είχε πει με νόημα ο κ. Γαβρόγλου στις 8 Νοεμβρίου. Βεβαίως, η αυτοαξιολόγηση είναι το πρώτο βήμα προς την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων.
Ωστόσο, κατά το πρόσφατο παρελθόν είχε ξεκινήσει αυτοαξιολόγηση σχολικών μονάδων. Επί υπουργίας Άννας Διαμαντοπούλου, το 2011 είχε ξεκινήσει, και είχε υλοποιηθεί έως το 2013, πιλοτικό πρόγραμμα αυτοαξιολόγησης σε περίπου 500 σχολικές μονάδες με τη συμμετοχή περίπου 6.000 νηπιαγωγών, δασκάλων και καθηγητών.
Στόχος της τότε ηγεσίας του υπουργείου ήταν το πρόγραμμα να γενικευθεί σε όλα τα σχολεία. Το πρόγραμμα, παρότι δεν είχε τιμωρητικό χαρακτήρα, δεν προχώρησε για πολιτικούς λόγους, καθώς προκάλεσε την αντίδραση μεγάλης μερίδας εκπαιδευτικών. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μεταξύ των κομμάτων που είχαν ταχθεί κατά της αυτοαξιολόγησης…
«Μετεξεταστέοι» σε ψηφιακές δεξιότητες
Μεγάλο έλλειμμα καταγράφεται στην ελληνική εκπαίδευση ως προς τις δεξιότητες που αφορούν τη χρήση των νέων τεχνολογιών. Ο λόγος για τον ψηφιακό αναλφαβητισμό, ο οποίος στις προηγμένες χώρες έχει αντικαταστήσει τον γλωσσικό αναλφαβητισμό.
Ειδικότερα, η Ελλάδα κατατάσσεται 26η στο σύνολο των 28 κρατών- μελών της Ε.Ε. στον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας για το 2016. Δεδομένου ότι ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ταλαντούχων, καταρτισμένων ατόμων μεταναστεύουν στο εξωτερικό για να αναζητήσουν καλύτερες μισθολογικές απολαβές ή καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, οι ελληνικές επιχειρήσεις του τομέα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό με τις κατάλληλες ψηφιακές δεξιότητες. Το ποσοστό των πτυχιούχων στους κλάδους των φυσικών επιστημών, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών αυξάνεται, δημιουργώντας έτσι τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάδειξη νέων επαγγελμάτων.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με την έρευνα για τις δεξιότητες των ενηλίκων (PIAAC) που διενεργήθηκε από τον ΟΟΣΑ για την Ελλάδα το 2016, συνολικά η χώρα εμφανίζει σχετικά καλές επιδόσεις στην ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική, μολονότι υστερεί λίγο έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ.
Ωστόσο, η χώρα μας εμφανίζει εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο στον τομέα της επίλυσης προβλημάτων, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη για απόκτηση ψηφιακών δεξιοτήτων.
Στην έρευνα διαπιστώθηκε επίσης ότι –σε αντίθεση με τον κανόνα που ισχύει σε άλλες χώρες και θέλει τις νεότερες γενιές να εμφανίζουν συνήθως υψηλότερες επιδόσεις από ό,τι τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας–, στην Ελλάδα οι νέοι 25 έως 34 ετών εμφανίζουν το ίδιο καλές επιδόσεις στην ανάγνωση και τη γραφή με τα άτομα ηλικίας από 55 έως 65 ετών.
Οι ενήλικες απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα εμφανίζουν σχετικά χαμηλές επιδόσεις στην ανάγνωση, τη γραφή, την αριθμητική και την επίλυση προβλημάτων σε τεχνολογικά περιβάλλοντα.
Τέλος, το ποσοστό των ενηλίκων στην Ελλάδα που εμφανίζουν τις υψηλότερες επιδόσεις σε ανάγνωση, γραφή και αριθμητική είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Ελλιπής οργανωτική απόδοση σε ΑΕΙ, ΤΕΙ
Η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση κινείται με την… όπισθεν. Συγκεκριμένα, όπως λέει η έκθεση της Ε.Ε., με νομοθετική πράξη που θεσπίστηκε τον Οκτώβριο του 2015 άλλαξε ο τρόπος εκλογής πρυτάνεων και κοσμητόρων, με αποτέλεσμα να περιοριστεί σημαντικά η αυτονομία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης, ο ρόλος των πανεπιστημιακών συμβουλίων υποβαθμίστηκε και τα κριτήρια εκλογιμότητας έγιναν περισσότερο αυστηρά.
Καταπέλτης είναι η έκθεση της Ε.Ε. και για το σχέδιο «Αθηνά», που ξεκίνησε το 2012 με στόχο την αναδιάταξη του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Όπως λέει η έκθεση, «το σχέδιο “Αθηνά” της περιόδου 2012 – 2014 δεν είχε σημαντικό αντίκτυπο. Το σχέδιο συνέβαλε θεωρητικά στη συγχώνευση περισσότερων από 120 πανεπιστημιακών τμημάτων. Στην πράξη όμως, το σχέδιο αυτό δεν οδήγησε στον αναμενόμενο οικονομικό εξορθολογισμό, καθώς πολλά από τα τμήματα που συνενώθηκαν δεν διέθεταν στην πραγματικότητα πανεπιστημιακό προσωπικό και/ή σπουδαστές. Τα τέσσερα πανεπιστήμια που καταργήθηκαν, συγχωνεύθηκαν στην πράξη με άλλα ΑΕΙ/ΤΕΙ». Βέβαια, η έκθεση παρατηρεί ότι το πρόβλημα της ελλιπούς οργανωτικής απόδοσης παρατηρείται εντονότερα στα ΤΕΙ.
Το ποσοστό ολοκλήρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλό, καθώς ήταν 40,4% το 2015, υπερβαίνοντας ελαφρά τον μέσο όρο της Ε.Ε. (38,7 %). Ωστόσο, οι μεγάλες διαφορές μεταξύ των φύλων δεν έχουν εξαλειφθεί, δεδομένου ότι το 2015 οι γυναίκες εμφάνισαν καλύτερες επιδόσεις από τους άνδρες κατά 10,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Από την άλλη, πρόβλημα για τους Ευρωπαίους αποτελεί και η ύπαρξη «αιώνιων» φοιτητών. «Οι σπουδαστές δεν διαγράφονται πλέον αυτόματα από τα πανεπιστημιακά μητρώα αν δεν καταφέρουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους εντός της κανονικής περιόδου σπουδών. Η αλλαγή αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε νέα αύξηση της μέσης διάρκειας σπουδών, η οποία είναι ήδη αρκετά υψηλή», παρατηρεί η έκθεση.
Τέλος, και λόγω της οικονομικής κρίσης, το ποσοστό απασχόλησης των πρόσφατα αποφοιτησάντων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση παρέμεινε πολύ χαμηλό (49,9% το 2015 έναντι 81,9% του ευρωπαϊκού μέσου όρου).
Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή»