Διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα προέκυψε ως προς την ποινική μεταχείριση του 34χρονου αστυνομικού της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. που κατηγορείται ότι πυροβόλησε τον 16χρονο Ρομά, κατά τη διάρκεια καταδίωξης, στη Θεσσαλονίκη, με συνέπεια να τον τραυματίσει βαρύτατα στο κεφάλι, καθώς ο πρώτος έκρινε αρνητικά και ο δεύτερος εισηγήθηκε την προσωρινή του κράτηση.
Το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης καλείται πλέον εντός πέντε εργάσιμων ημερών να άρει την παραπάνω διαφωνία.
Ως τότε, όπως προβλέπει η Ποινική Δικονομία, θα αφεθεί ελεύθερος, αλλά θα παραμείνει σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Ο 34χρονος αστυνομικός, με βαθμό αστυφύλακα, απολογήθηκε δια υπομνήματος.
«Έπρεπε να σώσω τους συναδέλφους μου» φέρεται να απολογήθηκε, επαναλαμβάνοντας όσα είπε προανακριτικά, ότι οι δύο πυροβολισμοί έγιναν με πρόθεση να πλήξει τα ελαστικά του αγροτικού αυτοκινήτου που οδηγούσε ο 16χρονος.
«Δεν είχα σκοπό να σκοτώσω τον οδηγό, αλλιώς θα είχα αδειάσει όλο τον γεμιστήρα» φέρεται να είπε.
Κατά την διαρκείας 50 λεπτών απολογία του ο κατηγορούμενος αστυφύλακας κλήθηκε να περιγράψει λεπτό προς λεπτό την καταδίωξη, από τη στιγμή που αυτός και οι τρεις συνάδελφοί του (σε ζεύγη δύο αστυνομικών μοτοσικλετιστών) ενημερώθηκαν από τον υπάλληλο του βενζινάδικου ότι οδηγός έφυγε δίχως να καταβάλει το αντίτιμο για τα καύσιμα.
Όπως φέρεται να απολογήθηκε στο υπόμνημα, ο 16χρονος πραγματοποιούσε ελιγμούς, δεξιά κι αριστερά, και παρότι του δόθηκαν επαναλαμβανόμενες εντολές να κάνει στην άκρη, εκείνος τις αγνόησε, συνεχίζοντας την πορεία του, παραβιάζοντας συνεχώς σηματοδότες, πραγματοποιώντας απότομες αναστροφές και τρεις απόπειρες να εμβολίσει την προπορευόμενη μηχανή των δύο συναδέλφων του.
Όπως περιέγραψε, στην τελευταία απόπειρα εμβολισμού μόλις αντιλήφθηκε ότι το αγροτικό όχημα επιτάχυνε με κατεύθυνση προς τη μηχανή των συναδέλφων του, «χάσαμε από το οπτικό μας πεδίο τη μηχανή, δεν μπορούσαμε να τη διακρίνουμε και πιστέψαμε ότι κατάφερε να τους παρασύρει, οπότε έβγαλα το υπηρεσιακό μου όπλο και πυροβόλησα δύο φορές, ενώ το κρατούσα μόνο με το δεξί μου χέρι, επειδή η μηχανή μας ήταν εν κινήσει».
«Πυροβόλησα χαμηλά και τις δύο φορές, προς τα λάστιχα του αυτοκινήτου, αλλά από την ανωμαλία του εδάφους του συγκεκριμένου σημείου, λόγω του ότι στο σημείο αυτό υπήρχαν σιδηροδρομικές γραμμές και η άσφαλτος είναι παραμορφωμένη, η μοτοσυκλέτα αναπήδησε, με αποτέλεσμα το πιστόλι, λόγω της απροόπτου και μη προβλεπόμενης αναπηδήσεως, να βρεθεί ψηλότερα και έτσι να επέλθει το τραγικό αποτέλεσμα» φέρεται να ισχυρίστηκε, προσθέτοντας ότι «παρά το γεγονός ότι δεν κινούμασταν με μεγάλη ταχύτητα, δεν μπορούσα να στοχεύσω με ακρίβεια, επειδή κρατούσα το όπλο με το ένα μου χέρι και είχα απόσταση τουλάχιστον δεκαπέντε μέτρων από το αγροτικό όχημα».
Όπως πρόσθεσε, μετά τον πυροβολισμό, το αγροτικό εξετράπη της πορείας του και κατέληξε πάνω σε τοίχο παρακείμενου ξενοδοχείου.
«Δεν επιλέξαμε να ελέγξουμε μόνοι μας το όχημα, αλλά περιμέναμε ενισχύσεις. Σε διάστημα 3-4 λεπτών μία ομάδα ΟΠΚΕ έφτασε στο σημείο και τότε πλησιάσαμε το αγροτικό και διαπιστώσαμε ότι ο οδηγός του οχήματος είχε τραυματιστεί στο κεφάλι, ενώ στο πίσω τζάμι του αγροτικού, πίσω από το προσκέφαλο, υπήρχε τρύπα […] Όταν διαπίστωσα τον τραυματισμό του σοκαρίστηκα, καθώς και οι δύο βολές μου είχαν στοχεύσει χαμηλά», ανέφερε ο αστυνομικός.