Σήκωσε την Ελλάδα για ακόμη μια φορά στα χέρια του.
Έκανε περήφανους όσους τον στήριξαν, έκανε περήφανους όσους πραγματικά συγκινούνται όταν ακούν τον εθνικό ύμνο, βλέπουν την σημαία της Ελλάδας και ξέρουν πραγματικά τι είναι ο Παύλος Μάμαλος.
Ο Ελληνας γίγαντας που πήρε το χρυσό μετάλλιο στους Παραολυμπιακούς Αγώνες στο Ρίο δεν είχε μια ζωή εύκολη μέχρι σήμερα. Το πρόβλημα του, έγινε ακόμη μεγαλύτερο από τους συνανθρώπους του. Ειδικότερα από το σχολείο, εκεί που αναγκάστηκε να τα παρατήσει πριν πάει καν στο Γυμνάσιο…
Η ιστορία όμως ξεκινά πριν 45 χρόνια όταν γεννήθηκε το 1971 στον Ασπρόπυργο. Τελείωσε το νηπιαγωγείο αλλά όταν άρχισε το δημοτικό, υπέστη πολιομυελίτιδα που τον χτύπησε στα δύο πόδια και τα νέκρωσε. «Πήγα στον Καναδά σε γιατρούς, κάνανε ό,τι μπορούσαν και απλούστατα μου είπαν “μην κάνεις την εγχείρηση, γιατί είναι μια εγχείρηση πολύ επίπονη και πολύ επικίνδυνη για τον οργανισμό σου”. Mου είπαν ότι αρχίζει από πάνω, από τον αυχένα και ανοίγουν όλη τη σπονδυλική στήλη μέχρι κάτω όλο τον κορμό του ποδιού, δηλαδή ανοίγουν όλο το κεφάλι, την σπονδυλική στήλη, το αριστερό πόδι.. ανοίγουν τον άνθρωπο και ψάχνουν να βρουν το νεύρο το οποίο έχει πάθει την ζημιά, αλλά αυτό είναι πολύ επίπονο για κάποιον να την κάνει και είναι και πολύ επικίνδυνο. Tελικά με συμβούλεψαν οι γιατροί στον Καναδά να μην την κάνω, γιατί μπορεί να πειράξουν κανένα άλλο νεύρο και να μου νεκρωθούν και τα χέρια…» έχει πει ο ίδιος σε συνέντευξη του παλαιότερα.
Το μαρτύριο του όμως δεν είχε τελειώσει. Το σχολείο αποδείχθηκε εφιάλτης. «Τα παιδιά με κοροϊδεύανε στο σχολείο, με λέγανε ανάπηρο, κούτσαβο και τέτοια πράγματα. Εγώ καθόμουν σε μια γωνιά και έκλαιγα, όταν κτύπαγε το κουδούνι και ανέβαιναν τα παιδιά πάνω, εγώ καθόμουν από κάτω και έκλαιγα. Μου πετούσαν τις τσάντες από το παράθυρο και μου ερχόντουσαν στο κεφάλι και με κορόιδευαν. Δεν με παίρνανε σε εκδρομές, δεν με παίρνανε σε πενταήμερες, καθόμουν μόνος στο σχολείο μέχρι να γυρίσουν τα άλλα παιδιά και έτσι κάποτε, όταν έφτασα στην έκτη δημοτικού, τα παράτησα το σχολείο τελείως και δεν πήγα γυμνάσιο».
Κλείστηκε στο σπίτι του, στο δωμάτιο του. Μέχρι τα 27… Εκεί βρήκε την διέξοδο του αθλητισμού και της Αρσης Βαρών. Βρήκε κίνητρο για την ζωή. Ξεκίνησε σοβαρά λίγο πριν τους Παραολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, τότε που κατάφερε και πήρε την 6η θέση. Ακολούθησε ασημένιο στο Πεκίνο, χάλκινο στο Λονδίνο και τώρα η δικαίωση. Το χρυσό μετάλλιο.
Η οικογένεια του ήταν το μόνο του στήριγμα στα δύσκολα χρόνια. «Μόνος σου είσαι, πρέπει να στηρίζεσαι σε ότι μπορείς να κάνεις από μόνος σου ή με τη βοήθεια της οικογένειάς σου. Γι’ αυτό και είχαν σαν ήρωες τους γονείς μου. Τώρα που μεγάλωσα, έχω κοντά μου τη μάνα μου, τον πατέρα μου δυστυχώς τον έχασα. Σαν ίνδαλμά μου, λοιπόν, έχω αυτούς τους δύο.» Στα 35 του έμαθε για το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας και ολοκλήρωσε το Γυμνάσιο, παντρεύτηκε και ζει από το επίδομα αναπηρίας γιατί δουλειά δεν μπορεί να βρει πουθενά.
Αλλά δεν το βάζει κάτω. Συνεχίζει και αποτελεί στα 45 του φωτεινό παράδειγμα… «Δυστυχία είναι να μην έχεις να φας, να μην έχεις δουλειά, να μην ασχολείσαι με τίποτα. Βλέπω καμιά φορά ανθρώπους να ψάχνουν στους κάδους, γιαγιάδες, παππούδες που πηγαίνουν στις λαϊκές και βουρκώνω, τρελαίνομαι και λέω, γιατί να μας καταντήσουν έτσι; Ευτυχία είναι τα πάντα. Αυτό που έφερα στη χώρα μου είναι ευτυχία, που ξημερώνει και πάω στο δικό μου γυμναστήριο και κάνω προπόνηση είναι ευτυχία. Για μένα όλα είναι ευτυχία. Και που είμαι σε αυτή τη κατάσταση, είναι ευτυχία. Αν ήμουν φυσιολογικός άνθρωπος και με πάταγε μια νταλίκα, πού θα ήμουν τώρα; Ενώ τώρα είμαι ευτυχισμένος…»