Στους αρνητές του εμβολίου, αλλά και σε όσους έχουν αμφιβολίες για τον αν πρέπει να το κάνουν απαντά ο Καθηγητής Φαρμακολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Ευάγγελος Μανωλόπουλος.
Μιλώντας στο iefimerida ο κ. Μανωλόπουλος , είπε χαρακτηριστικά πως «ο κόσμος πρέπει να ξεπεράσει τις φοβίες και τις ανησυχίες του, που είναι θεμιτές, αλλά πρέπει να γίνει συνείδηση σε όλους ότι τα εμβόλια είναι η λύση στο πρόβλημα. Κινούμαστε στη βάση πολύ ισχυρών δεδομένων και όχι με ευχολόγια. Οι αρνητές στηρίζονται σε αστήρικτες θεωρίες που αντικρούονται πολύ εύκολα», λέει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον κ. Μανωλόπουλο όποιος δεν εμβολιαστεί θα παραμείνει εκτεθειμένος στον κίνδυνο. Και αυτό γιατί αυτοί που θα εμβολιαστούν προστατεύονται από την πιθανότητα να νοσήσουν οι ίδιοι σοβαρά όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να μολυνθούν από τον ιό και στη συνέχεια να τον μεταδώσουν σε κάποιον άλλο.
«Πρέπει να καταστεί σαφές ότι όποιος δεν εμβολιαστεί, ακόμη και αν ζει με εμβολιασμένους, διατρέχει κίνδυνο να νοσήσει. Μπορεί, μάλιστα, λόγω της χαλάρωσης να έχουμε χειρότερες εξελίξεις. Γι’ αυτό λέμε, σε όλους τους τόνους, ότι ακόμα και με τους εμβολιασμούς θα πρέπει τα μέτρα να παραμείνουν εν ισχύ, οι μάσκες και οι αποστάσεις ώστε να εξασφαλίσουμε ότι δε θα συμβούν τέτοια φαινόμενα», εξηγεί ο Καθηγητής Φαρμακολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης ξεκαθαρίζοντας ότι μόνο όταν το ποσοστό των εμβολιασμών στη χώρα μας φτάσει στο 70-80% του πληθυσμού και είναι δύσκολο να βρεθεί άνθρωπος μη εμβολιασμένος, θα υπάρχει πραγματική ασφάλεια.
Ο κ. Μανωλόπουλος εφιστά την προσοχή στους νέους λέγοντας ότι, όταν θα είναι πλέον διαθέσιμα τα εμβόλια, είναι απαραίτητο να εμβολιαστούν. «Οι νέοι έχουν μεγάλη κινητικότητα, ταξιδεύουν, συναντούν κόσμο άρα είναι επικίνδυνοι φορείς. Όταν έρθει η ώρα τους θα πρέπει να εμβολιαστούν. Αλλά αυτό θα συμβεί σε δεύτερη φάση. Ο στόχος του αρχικού εμβολιασμού είναι να μειωθεί η πίεση στις ΜΕΘ και στους διασωληνωμένους που είναι συνήθως άνθρωποι που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου», σημειώνει.
Αναφορικά με το πότε θα ‘ρθουν τα πρώτα εμβόλια στη χώρα μας, ο Καθηγητής Φαρμακολογίας απαντά: «Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα χρονοδιάγραμμα το οποίο αντλείται από τις ανακοινώσεις της Ε.Ε. και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων για τα μέσα Ιανουαρίου. Θα μπορούσαν οι διαδικασίες να είναι πιο σύντομες αλλά αυτό θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα θα κινηθεί ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων. Αν δηλαδή θα συνεδριάσει νωρίτερα από την καταληκτική ημερομηνία, στις 29/12 όπως έχει ανακοινωθεί. Σε κάθε περίπτωση θέλουν να είναι σίγουροι ότι αξιολογούν όλα τα στοιχεία σε βάθος. Οπότε δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πότε ακριβώς θα έρθουν τα εμβόλια αλλά θα είναι σύντομα μέσα στις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου».
Ο κ. Μανωλόπουλος είναι κατηγορηματικός σε ότι αφορά την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. «Η ανάπτυξη τους έχει ξεκινήσει ήδη από τον Φεβρουάριο. Οι κλινικές μελέτες της φάσης 1 έχουν ξεκινήσει από τον Μάιο, της φάσης 3 από τον Ιούλιο δηλαδή εύλογο χρονικό διάστημα. Η πιο σημαντική παράμετρος όμως είναι ότι στις δοκιμές έχουν πάρει μέρος πολλοί εθελοντές. Η μελέτη της Pfizer έχει 45.000 άτομα και της Moderna πάνω από 30.000 άτομα. Αυτά είναι νούμερα που δεν τα είχαμε ποτέ σε εγκρίσεις εμβολίων. Η διαφορά είναι ότι ενσωματώθηκαν όλοι αυτοί οι αριθμοί μέσα σε 3 με 5 μήνες ενώ στο παρελθόν μπορεί να απαιτούνταν 5 χρόνια και να μη συγκεντρωνόταν ποτέ τόσοι εθελοντές».
Όπως επισημαίνει μεταξύ των εμβολίων μπορεί να υπάρχουν διαφορές. «Τα δυο πρώτα εμβόλια της Pfizer και της Moderna, που είναι υπό κρίση, έχουν δεδομένα ασφάλειας και αποτελεσματικότητας σαφή. Τα δεδομένα αυτά ενέκριναν οι Άγγλοι. Για τα άλλα εμβόλια πρέπει να έχουμε πλήρη δεδομένα άρα δε θα προέτρεχα να πω ότι όλα τα εμβόλια θα είναι το ίδιο».
Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο κάτω μάλιστα ο Καθηγητής Φαρμακολογίας χαρακτηρίζει τα MRNA εμβόλια, όπως αυτά των παραπάνω εταιρειών «πιο ασφαλή από τα κλασικά εμβόλια». «Τα συγκεκριμένα εμβόλια περιλαμβάνουν ένα RNA που έχει πληροφορία για να παραχθεί μια πρωτεΐνη του ιού η οποία μπαίνει και στοχεύει στο κυτταρόπλασμα. Δεν φτάνει ποτέ στον πυρήνα άρα δεν επηρεάζει το DNA. Είναι ακόμα πιο ασφαλές από τα εμβόλια παλαιότερων τεχνολογιών», καταλήγει.