Έξι χρόνια πριν από τον νόμο που εξασφαλίζει το ακαταδίωκτο σε γιατρούς και νοσηλευτές που βεβαιώνουν κακοποιητικές συμπεριφορές η Ελένη βρήκε τη σανίδα σωτηρίας στην γιατρό που την εξέτασε.
Όπως ανέφερε μιλώντας στην ΕΡΤ «με είχε σπρώξει από τις σκάλες με το παιδί στην αγκαλιά μου, πάρα πολλά περιστατικά τα οποία δεν είχα καταγγείλει. Μιλάμε και στη δική μου την περίπτωση για έναν άνθρωπο και κοινωνικά και οικονομικά επιφανή. Κάλεσα την Αστυνομία η οποία μου είπε ότι πρέπει στην κατάσταση που ήμουν, με αιμορραγία να πάω στο τμήμα να κάνω μήνυση. Εγώ επέλεξα επειδή αυτή ήταν η ανάγκη να πάω στο νοσοκομείο».
«Έφτασα με αιμορραγία από το αφτί και δεν μπορούσα να καταλάβω από το αίμα αρχικά αν ήταν από το αφτί ή από το μάτι μου. Γιατί εγώ από το μάτι δεν έβλεπα. Ήταν μια γυναίκα η οποία με ρώτησε, “πρόκειται για ξυλοδαρμό από τον σύζυγο;”. Εγώ λύθηκα και με πήρανε τα κλάματα και μου εξήγησε τι πρέπει να κάνω».
Ο φόβος την κυρίευσε και ιδιαίτερα τρομοκρατημένη έκανε μήνυση αφού λίγες ημέρες αργότερα συνέβη και δεύτερο περιστατικό βίας. Η δίκη έγινε έξι χρόνια μετά και η ποινή του: δυο χρόνια με αναστολή.
«Σε αυτά τα έξι χρόνια όμως που είναι ελεύθερος έχει κάνει και άλλα περιστατικά, με ξαναχτύπησε. Όταν βρίσκεσαι στο νοσοκομείο χτυπημένη είναι σαν να σε πετάνε από ένα αεροπλάνο χωρίς αερόστατο. Αυτό νιώθεις εκείνη την στιγμή» είπε ακόμα το θύμα κακοποίησης.