Κυκλοφορώντας με ταξί στην Αθήνα σχεδόν καθημερινά, δεν ήταν δύσκολο να τους πετύχω. Την πρώτη φορά μπήκα στο όχημα του Ατζέμπ, τη δεύτερη στον Τζασβάντ και την τρίτη πάλι στον Ατζέμπ. Δεν κρατήθηκα και άρχισα τις ερωτήσεις. Και ο Ατζέμπ όμως δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να περάσει στις συστάσεις. «Εχεις ακούσει για μας; Μας αναγνωρίζεις;» ρώτησε. «Είμαι Ινδός Σιχ και πιστεύω ότι όλοι είμαστε αδέλφια μεταξύ μας».
«Πόσων χρόνων είσαι;»
«Τριάντα τρία».
«Εσένα σε βλέπω σαν κόρη μου, μια συνομήλικη γυναίκα σαν αδελφή μου, μια μεγαλύτερη σαν μητέρα μου και μια ηλικιωμένη σαν γιαγιά μου. Μη φοβάσαι».
Μα δεν φοβάμαι -σκέφτηκα- και πριν προλάβω να μιλήσω, είδα τη συνοδηγό του διπλανού αυτοκινήτου να τον κοιτάζει απ’ το παράθυρό της και να κουνάει πάνω-κάτω το κεφάλι της σχεδόν με αγανάκτηση. Τι είχε συμβεί; Τίποτε που να αφορά στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Μάλλον η σύγχρονη ελληνική «ασθένεια» που ονομάζεται ρατσισμός.
«Δεν σε ενοχλεί;» αναρωτήθηκα. «Οχι. Δεν στενοχωριέμαι ούτε θυμώνω. Οι περισσότεροι Ελληνες, άλλωστε, είστε καλοί άνθρωποι. Και η Ελλάδα είχε ανέκαθεν καλές σχέσεις με την Ινδία, οι πρώτοι Ινδοί μετανάστες ήρθαν εδώ το 1965. Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί δεν μας ξέρουν», απάντησε ο Ατζέμπ. «Ειδικά αυτοί που δεν έχουν ταξιδέψει στο εξωτερικό. Γιατί, αν έχεις βρεθεί στη Νέα Υόρκη για παράδειγμα, η εικόνα μας δεν είναι ξένη. Υπάρχουν όμως πολλοί που μας βλέπουν έτσι και νομίζουν ότι είμαστε Ταλιμπάν!»
«Καθαροί στο σώμα και στην ψυχή»
Αλλάξαμε τηλέφωνα και λίγες ημέρες μετά βρεθήκαμε στον Ταύρο, στο κτίριο που νοικιάζει η κοινότητα των Ινδών Σιχ της Αθήνας για να στεγάσει τον πολιτιστικό σύλλογό της. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το χώρο όπου ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα τα μέλη της – το σημείο αναφοράς τους στην πόλη, το οποίο παραμένει ανοιχτό καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου για όποιον επιθυμεί να έρθει για προσευχή, αλλά και για ένα δωρεάν πιάτο φαγητό στη μεγάλη κουζίνα του πρώτου ορόφου που είναι ανοιχτή σε Σιχ και μη.
Εδώ μας υποδέχθηκαν, εκτός από τον Ατζέμπ, ο Μπαλμπίρ και ο Τζασβάντ. Και οι τρεις εργάζονται ως οδηγοί ταξί στην Αθήνα, ένα, δύο και έξι χρόνια αντίστοιχα. Μιλούν αρκετά καλά Ελληνικά, έβγαλαν επαγγελματικό δίπλωμα και έπειτα έδωσαν εξετάσεις για να αποκτήσουν την ειδική άδεια που χρειάζεται για να ασκήσουν το επάγγελμα. Συνολικά οι Σιχ ταξιτζήδες που εργάζονται στην πόλη είναι 11 – 12. Μόνο οι τρεις οικοδεσπότες μας, όμως, φορούν τουρμπάνι και έχουν μακριά γενειάδα – ένδειξη βαθιάς πίστης και αφοσίωσης στον Θεό.
Ο σιχισμός, όπως μας πληροφόρησαν, είναι μονοθεϊστική θρησκεία που βασίζεται στις διδασκαλίες δέκα Σιχ-γκουρού, ξεκίνησε τον 15ο αι. στην Παντζάμπ στη βορειοδυτική Ινδία, στα σύνορα με το Πακιστάν, και την ασπάζεται το 2,5% των Ινδών σήμερα. Οι Σιχ, τα «παιδιά του Θεού» δηλαδή, πιστεύουν ότι όλοι είναι ίσοι μεταξύ τους, γυναίκες και άντρες («σεβόμαστε τη γυναίκα, να το γράψετε αυτό», με παρότρυνε ο Μπαλμπίρ), και είναι χορτοφάγοι, επιθυμώντας να παραμείνουν καθαροί και δυνατοί σε όλη τους τη ζωή, τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή. Δεν τρώνε κρέας, ψάρι, αυγό, αλλά ούτε και πίνουν ή καπνίζουν. Επίσης δεν εκνευρίζονται, δεν βλασφημούν, δεν κάνουν αρνητικές σκέψεις.
«Δεν έχει τύχει να θυμώσετε με τη συμπεριφορά κάποιου άλλου οδηγού στο δρόμο ή με τους κακούς τρόπους ενός πελάτη;» τους ρώτησα. Η απάντηση ήταν αρνητική από όλους. Κάνουν τη δουλειά τους με ηρεμία, προσπαθούν να αποτελούν θετικό παράδειγμα αλλά και να προσφέρουν βοήθεια. «Δεν θέλω να αφήσω κάποιον στο δρόμο αργά το βράδυ επειδή δεν έχει λεφτά να μου δώσει για να τον πάω μέχρι το σπίτι του. Αν καταλάβω ότι το κάνει γι’ αυτόν το λόγο, σταματάω το ρολόι και τον αφήνω έξω από την πόρτα του», λέει χαρακτηριστικά ο Μπαλμπίρ.
Και όταν τους απορρίπτουν λόγω εμφάνισης; «Μες στη ζωή είναι αυτά. Αλλά πιστέψτε με, ακόμη και τώρα που έχει έξαρση ο ρατσισμός στην Ελλάδα, τα περιστατικά είναι μεμονωμένα: 1 – 2 φορές το μήνα θα τύχει να μην μπει κάποιος στο ταξί, και αυτός θα το κάνει επειδή δεν μας ξέρει», αποκρίνεται ήρεμα ο Τσασβάντ.
Αυτό είναι και το σημαντικότερο χαρακτηριστικό τους. Η στωικότητα και η μεγαλοθυμία που συνδέεται, στην περίπτωση των τριών οδηγών μας, και με τη συνολική τους εικόνα, όπως ότι δεν κόβουν ποτέ τα μαλλιά ή τα γένια τους («απλώς κάποια στιγμή δεν μακραίνουν άλλο», λέει ο Τσασβάντ που είναι και ο μεγαλύτερος).
Οι Κυριακές στον Ταύρο
Στην οδό Δήμητρος οι Κυριακές έχουν άλλη χάρη. Είναι η μέρα που συγκεντρώνονται περισσότεροι από 200 άντρες, γυναίκες και παιδιά από όλη την Αθήνα για να συμμετάσχουν στην κυριακάτικη λειτουργία, να μιλήσουν, να παίξουν, να φάνε. Ντυμένοι με πολύχρωμες φορεσιές, αφήνουν στο ισόγειο τα παπούτσια τους, πλένουν χέρια και πόδια, όσοι δεν φορούν τουρμπάνι καλύπτουν τα μαλλιά τους με ένα πορτοκαλί μαντίλι για να ανέβουν στους επάνω ορόφους. Στον πρώτο μαγειρεύουν, τρώνε (και μετά καθαρίζουν), στον δεύτερο προσεύχονται. Ολοι μαζί και ο καθένας μόνος του. «Ελα μια Κυριακή να μας δεις μαζεμένους. Πάρε το παιδάκι σου και έλα. Εχει ωραία ατμόσφαιρα και το κυριακάτικο φαγητό είναι πάντοτε πιο νόστιμο», με προκαλεί ο Ατζέμπ.
Θετική ενέργεια, σκέψεις και πράξεις – το συμπέρασμα από τη γνωριμία με τους τρεις τους. Οτιδήποτε άλλο απαγορεύεται διά… (θρησκευτικού) νόμου.
Τα πέντε «κάππα» που φέρουν πάνω τους οι Σιχ
Kesh: Tο τουρμπάνι με το οποίο καλύπτουν τα μαλλιά τους θεωρείται η «κορώνα» της πνευματικότητάς τους. Τα μαλλιά και τα γένια τους είναι άκοπα προς ενίσχυση της ενσυνειδησίας. Kangha: Το ξύλινο χτενάκι με το οποίο πιάνουν τα μαλλιά τους, σύμβολο καθαριότητας. Kirpan: Το δεμένο πάνω τους κυρτό μαχαιράκι, ένδειξη θάρρους για την υπεράσπιση της αλήθειας. Kara: Το ατσάλινο βραχιόλι που φορούν στο δεξί χέρι τους, σύμβολο σθένους (το κυκλικό του σχήμα αναφέρεται στην ενότητα και την αιωνιότητα). Kachhera: Το κοντό ανδρικό μεσοφόρι, σύμβολο αγνότητας και αυτοελέγχου.
kathimerini.gr