Η νεαρή δημοσιογράφος από τη Θεσσαλονίκη και υποψήφια βουλευτής των Ανεξάρτητων Ελλήνων Ολγα Γιάννη αφηγήθηκε στην εφημερίδα Realnews τον εφιάλτη που έζησε το περασμένο Σάββατο, όταν -όπως καταγγέλλει-δέχθηκε επίθεση από νεαρούς αλλοδαπούς, πιθανότατα Πακιστανούς, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, στη σκοτεινή υπόγεια διάβαση του Νέου Φαλήρου έξω από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Λίγα μέτρα από τον χώρο που διεξαγόταν το Συνέδριο του κινήματος του Πάνου Καμμένου.
Η στιγμή της επίθεσης
Η ίδια θυμάται ότι οι εργασίες του Συνεδρίου στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας άρχιζαν το απόγευμα. Γι’ αυτόν τον λόγο ταξίδεψε από τη Θεσσαλονίκη και έκλεισε ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας. «Καθυστέρησα, όμως, γιατί έψαχνα, λόγω αλλεργικού σοκ που είχα υποστεί, να βρω φαρμακείο».
Επειδή κοντά στο ξενοδοχείο της υπήρχε σταθμός, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Ηλεκτρικό για να πάει στο Ειρήνης και Φιλίας. Δεν γνώριζε, όμως, με ποιον τρόπο θα προσεγγίσει τον χώρο του Συνέδριου, καθώς δεν είχε ξαναπάει στη συγκεκριμένη περιοχή. «Ρώτησα μια άλλη γυναίκα στο τρένο και μου είπε ότι θα μου δείξει γιατί θα κατέβαινε στον ίδιο σταθμό», αφηγείται η δημοσιογράφος.
«Οταν κατεβήκαμε από το τρένο, μου είπε: “Εσύ πας αριστερά και εγώ δεξιά”. Όμως μετά την έχασα. Πράγματι ακολούθησα τις οδηγίες της και, ελέγχοντας πρόχειρα, διαπίστωσα ότι κανείς δεν με ακολουθούσε. Δεν υπήρχε ψυχή».
Στιγμές θρίλερ στην υπόγεια διάβαση του Φαλήρου
Στην υπόγεια διάβαση του σταθμού του Φαλήρου στήθηκε το σκηνικό ενός πραγματικού θρίλερ. «Ήταν σκοτεινή και αφύλακτη. Οσο προχωρούσα προς το σκοτάδι, τόσο φοβόμουν. Αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Τότε με πλησίασαν. Συζητούσαν μεταξύ τους σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Ήταν επτά ή εννέα, πιθανότατα Πακιστανοί, ηλικίας έως 25 ετών. Συζητούσαν μεταξύ τους στη γλώσσα τους. Έπρεπε να περάσω από δίπλα τους. Μου φώναξαν με “σπαστά” ελληνικά: “Κοπελιά, πού πας; Θέλουμε να σε γνωρίσουμε”. Άρχισα να ιδρώνω και να φοβάμαι. Ενα χέρι έσκισε τη ζακέτα μου. Τότε άκουσα μια φωνή να λέει: “Έτσι είσαι καλύτερη”», περιγράφει η Όλγα Γιάννη, που δεν μπορεί να κρύψει την ταραχή της.
«Τράβηξαν τη ζώνη µου» «Μη µου κάνετε κακό, τους είπα. Το απαγορεύει η θρησκεία σας και εγώ είµαι µαζί σας, σας υποστηρίζω. Ενώ περπατούσα µπροστά για να φύγω, αισθάνθηκα τα χέρια τους στα µαλλιά, στη ζακέτα και στο παντελόνι. Τράβηξαν τη ζώνη µου. ∆εν ξέρω τι ήθελαν. Να µε βιάσουν; Να µε ληστέψουν; Και τα δύο; Επρε- πε να βρω τρόπο να φύγω. Πέταξα µακριά το πορτοφόλι µου και τραβήχτηκα πίσω. Ετοιµαζόµουν να πετάξω και το κινητό τηλέφωνο. Ευτυχώς δεν µε ακολούθησαν. Άρχισα να τρέχω προς την έξοδο. Είδα µπροστά µου δύο ζευγάρια. Κινδυνεύω, τους είπα. Με κοίταξαν και µε ρώτησαν αν έχω κανένα ευρώ. Άκουσα µία γυναικεία φωνή από την έξοδο της διάβασης να µου φωνάζει ότι είναι τοξικοµανείς. Είχα βγει πλέον έξω από αυτό το τούνελ», καταλήγει, µε τη φωνή της να χρωµατίζεται έντονα από τις στιγµές αγωνίας που ήρθαν στο µυα- λό της για άλλη µία φορά.