Την ενοχή του 30χρονου γιου του Λευτέρη Καλομοίρη για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της οπλοφορίας, της οπλοχρησίας και της οπλοκατοχής αποφάσισε ομόφωνα το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χανίων.
Σύμφωνα με το zarpanews.gr ακολουθούν αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης του κατηγορουμένου για ελαφρυντικά και έχει ζητηθεί από το δικαστήριο να λάβει υπόψη το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
Την ενοχή του Μανώλη Καλομοίρη, χωρίς το ελαφρυντικό για ανθρωποκτονία «εν βρασμώ ψυχής», με βάση το κατηγορητήριο πρότεινε ο εισαγγελέας της έδρας ολοκληρώνοντας την αγόρευσή του για το φονικό στα Ανώγεια.
Ο εισαγγελέας τόνισε πως δεν δικαιολογείται το ελαφρυντικό του «εν βρασμώ ψυχής» για τον κατηγορούμενο καθώς είχε πάρει το όπλο πριν τη συμπλοκή του πατέρα του με τον Γιώργο Ξυλούρη, σύμφωνα με το cretalive.gr.
Ο εισαγγελέας κατά την αγόρευσή του παρουσίασε τα γεγονότα επισημαίνοντας ότι Γιώργος Ξυλούρης πυροβόλησε τον Λευτέρη Καλομοίρη κατά τη διάρκεια της πάλης τους και ότι ο Μανώλης Καλομοίρης πυροβόλησε τον Γιώργο Ξυλούρη 7 φορές (δυο εξ επαφής, 6 από την πίσω πλευρά και μια από μπροστά) σκοτώνοντας τον.
Μετά την αγόρευση του εισαγγελέα ακολούθησε η αγόρευσή των συνηγόρων της οικογένειας Ξυλούρη και ακολουθούν οι συνήγοροι υπεράσπισης.
Τι είπε στην απολογία του ο Μανώλης Καλομοίρης
Με ένα κατηγορώ κατά όσων κατέθεσαν εναντίον του ξεκίνησε την απολογία του ο κατηγορούμενος όπως είπε χαρακτηριστικά “οι εικόνες από εκείνο το βράδυ μου έχουν στοιχειώσει το μυαλό” και συνέχισε λέγοντας “ειπωθηκαν ψεματα και δεν ντράπηκαν τα στόματα που τα είπαν δεν θα έπρεπε καν να σας κοιτάνε στα μάτια και να λένε ψέματα αναφέρομαι σε εκείνους που δεν επέτρεψαν στη σορό του πατέρα μου να μπει για τελευταία φορά στο σπίτι μας, αναφέρομαι σε εκείνους που είτε έσπασαν τον τάφο του πατέρα μου είτε σε εκείνους που φώναζαν τη μάνα μου φόνισσα να κοιτάξουν στον καθρέφτη και εκεί θα δουν τον πραγματικό φονιά και αυτός που εκτέλεσε τον πατέρα μου ήταν θύμα του ίδιου του σπιτιού και της νοσηρότητας των Ανωγείων”.
Αναφερόμενος σε όσα έγιναν εκείνη τη μέρα είπε μεταξύ άλλων πως “εκείνο το βράδυ ήμουν με τη μητέρα και τον πατέρα μου σπίτι μας το απόγευμα, έφυγα να τρέξω για προπόνηση γύρισα έκανα μπάνιο και βλέπαμε τηλεόραση, με πήρε τηλέφωνο ο ξάδερφος μου να πάω σπίτι του πήγα έξω, ήμουνα στην αυλή με τον θείο μου και έναν συγχωριανό και είχαμε πιάσει μία κουβέντα φεύγοντας για να γυρίσω σπίτι μου, μιλούσα στο κινητό τηλέφωνο ξαφνικά είδα τον Ξυλούρη να έρχεται προς εμένα και ήταν επιθετικός για τον πατέρα μου, του είπα ποιο είναι το πρόβλημά σου με τον πατέρα μου, οι τόνοι ανέβηκαν και κάποια στιγμή με απώθησε λέγοντας πως είμαστε ρουφιάνοι και γκεσταμπιτες.
Έκανε ένα βήμα πίσω και ενστικτωδώς τον χτύπησα μία φορά με το αριστερό μου χέρι για να τον εμποδίσω μετά αρχίσαμε να παλεύουμε μπορούσα να τον χτυπήσω και άλλο αλλά ήθελα να τον ακινητοποιήσω και να τον αφοπλίσω γιατί σκεφτόμουν ότι οπλοφορούσε αν και τελικά φάνηκε ότι δεν είχε όπλο ξαφνικά κάποιος με τράβηξε ενώ ο Ξυλούρης φεύγοντας προς στο σπίτι του απειλούσε, εγώ έφυγα για να πάω σπίτι μας ο πατέρας μου με ρώτησε τι έγινε δεν ήξερα πού ήταν ο Ξυλούρης ήμουν κυριευμένος από αίσθημα φόβου, μπήκα σπίτι μου πήρα το πιστόλι και βγήκα έξω ήμουν τρομαγμένος ακούω φωνές έντονες Παναγία μου, τον Λευτέρη βοήθεια, συνειδητοποιώ ότι ο πατέρας μου δεν είναι δίπλα μου δεν θυμάμαι αν πήγα πετώντας ή περπατώντας αλλά με το που φτάνω εκεί η τελευταία εικόνα που θυμάμαι είναι ο σκοτωμένος μου πατέρας στον δρόμο πεσμένος με ανοιχτά τα χέρια, τον Ξυλούρη αν τον πυροβόλησα μία ή εφτά φορές δεν θυμάμαι, εγώ τον σκότωσα αλλά δεν θυμάμαι πόσες φορές τον πυροβόλησα και που”.
Σε ερώτηση του εισαγγελέα της έδρας για το αν αισθάνεται κάποια έστω και μικρή ενοχή για το θάνατο του πατέρα του ο κατηγορούμενος απάντησε “δεν αισθάνομαι καμία ενοχή πως φταίω για τον θάνατο του πατέρα μου”.
Σε άλλη ερώτηση της προέδρου του δικαστηρίου αναφορικά με το αν θα μπορούσε να αλλάξει κάτι τι θα ήταν ο κατηγορούμενος απάντησε “αν γυρνούσα το χρόνο πίσω αυτό που θα έκανα και δεν έκανα ήταν να πάρω τον πατέρα μου και τη μητέρα μου να φύγουμε από τη νοσηρότητα των Ανωγείων”.