Σύμφωνα με την εφαρμογή του νέου νόμου, τίθενται σε αργία οι δημόσιοι υπάλληλοι:
1. Ο υπάλληλος ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία, ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση.
2. Ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή.
3. Ο εκπαιδευτικός ή υπάλληλος που υπηρετεί σε σχολείο, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για οποιοδήποτε έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία. Η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία ή επανόδου εκδίδεται από το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο.
Επιπλέον, αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος μπορεί να τίθεται σε αργία ο υπάλληλος, κατά του οποίου:
1. Έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία. Ειδικά, προκειμένου για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος ο υπάλληλος μπορεί να τίθεται σε αργία εφόσον έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για το αδίκημα αυτό.
2. Έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης.
3. Υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για έκνομη διαχείριση, οι οποίες στηρίζονται σε έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή αρμόδιου επιθεωρητή.
Όσον αφορά στο μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων, αυτό μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο σε κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος με πράξη του ανώτατου μονοπρόσωπου οργάνου διοίκησης του φορέα όπου υπηρετεί. Με την ίδια απόφαση η υπόθεση παραπέμπεται στο οικείο πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο μέσα σε τριάντα ημέρες συνέρχεται και γνωμοδοτεί για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία. Η αναστολή άσκησης των καθηκόντων αίρεται αυτοδικαίως εάν το πειθαρχικό συμβούλιο δεν γνωμοδοτήσει για τη θέση σε αργία εντός της ανωτέρω προθεσμίας.
Μετά την πάροδο έτους από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτήσει για τη συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται. Σε κάθε περίπτωση, η αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά την πάροδο διετίας από την έκδοση της απόφασης θέσεως του υπαλλήλου σε αργία.
Επίσης, σημειώνεται ότι υπάλληλος που τελεί σε καθεστώς αργίας λαμβάνει το ήμισυ των αποδοχών του, με εξαίρεση την περίπτωση που στον υπάλληλο έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων, κατά την οποία δεν καταβάλλονται αποδοχές αργίας.
Προβλέπεται πλέον η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης μόνο στα περιοριστικώς αναφερόμενα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, καταργώντας τη δυνατότητα, υπό το προϊσχύον καθεστώς, επιβολής τής εν λόγω βαρύτατης ποινής για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα.
Τέλος, επανακαθορίζεται η σύνθεση των πειθαρχικών συμβουλίων με την προσθήκη μελών σε αυτά προς ενίσχυση της αντιπροσωπευτικότητας των υπαλλήλων στις διαδικασίες ενώπιόν τους. Τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια καθίστανται πενταμελή με προσθήκη, ως μελών τους, αιρετών εκπροσώπων των υπαλλήλων, με τους αναπληρωτές τους. Συγκεκριμένα προστίθενται στη σύνθεση των πειθαρχικών συμβουλίων δύο αιρετοί εκπρόσωποι με τους αναπληρωτές τους οι οποίοι είναι μέλη του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου στο οποίο υπάγεται ο διωκόμενος υπάλληλος.
Διαβάστε επίσης: