Προσωρινά κρατούμενη κρίθηκε μετά την απολογία της με ομόφωνη απόφαση του τακτικού Ανακριτή και της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου, η 45χρονη που ομολόγησε την δολοφονία 4 ατόμων που φρόντιζε και την απόπειρα δολοφονίας του παιδιού της σε ηλικία ενός έτους.
Η 45χρονη, κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, για την δολοφονία της 75χρονης κατάκοιτης στην οικία της στις Καλυθιές, προέβαλε τον ισχυρισμό περί μειωμένου καταλογισμού λόγω σχιζοφρένειας.
Υπέβαλε στοιχεία από προηγούμενες ιατρικές γνωματεύσεις της και από τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Σημειώνεται ότι είχε υποβληθεί αίτημα για τη διενέργεια ιατρικής ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης που δεν έχει ικανοποιηθεί ακόμη.
Υποστήριξε εξάλλου ότι τέλεσε τα εγκλήματα που ομολόγησε γιατί είχε διακόψει την φαρμακευτική αγωγή που ελάμβανε διότι της προκαλούσε καταστολή και αδυναμία να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της ως οικιακής βοηθού.
Κατά την απολογία της αναφέρθηκε στο 21 ετών σήμερα παιδί της, λέγοντας ότι παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία και επειδή δεν ήταν εύκολο να διαχειριστεί την μητρότητα σε τόσο νεαρή ηλικία αποπειραθεί να πνίξει το παιδί σε ηλικία μόλις ενός έτους, λόγω των έντονων ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε.
Μάλιστα, όπως ανέφερε, τη στιγμή εκείνη άκουγε συνεχώς φωνές, πράγμα που την έκανε να χάνει τα λογικά της.
Όταν συνειδητοποίησε την πράξη της, όπως υποστήριξε, κάλεσε η ίδια την Αστυνομία στο σπίτι.
Μετά απ΄αυτό νοσηλεύτηκε για αρκετά χρόνια στο Ψυχιατρείο της Λέρου όπου ελάμβανε πάρα πολύ δυνατή φαρμακευτική αγωγή. Μετά από αρκετά χρόνια βγήκε από το Ψυχιατρείο της Λέρου, θεωρώντας οι θεράποντες ιατροί της αλλά και η ίδια ότι είχε ξεπεράσει τα ψυχολογικά της προβλήματα.
Στη συνέχεια, όπως είπε στην απολογία της, γνώρισε κάποιον με τον οποίο συνήψε σχέση και λίγο αργότερα απέκτησαν ένα κοριτσάκι ηλικίας σήμερα 15 ετών το οποίο έχει δοθεί σε ανάδοχη οικογένεια σε άλλο νησί της Δωδεκανήσου.
Όπως ανέφερε, όταν έφυγε από το Ψυχιατρείο της Λέρου και για να εξασφαλίσει τα προς το ζην εργαζόταν σε σπίτια και φρόντιζε ηλικιωμένους και μάλιστα υποστήριξε ότι η εργασία αυτή της άρεσε.
Ωστόσο, όπως είπε στην απολογία της, πολλές φορές συνέχιζε να ακούει φωνές και να βλέπει περίεργες σκιές και έτσι πάλι νοσηλεύτηκε σε Ψυχιατρικό Ίδρυμα της Κρήτης, όπου παρέμεινε για αρκετά χρόνια.
Μετά από το Ψυχιατρείο της Κρήτης, και θέλοντας να κάνει μια νέα αρχή βρέθηκε στην Κύπρο φροντίζοντας ηλικιωμένους μέχρι που άρχισε και πάλι να ακούει φωνές κι έτσι βρέθηκε σε ένα ακόμα ξανά σε ψυχιατρείο, στην Κύπρο, όπου επίσης παρέμεινε για αρκετό διάστημα.
Φεύγοντας από το ψυχιατρείο της Κύπρου, επέστρεψε στη Ρόδο και ξεκίνησε εκ νέου να εργάζεται σε σπίτια και να φροντίζει ηλικιωμένους ανθρώπους. Όπως ισχυρίστηκε, η κατάσταση της υγείας της χειροτέρευε όταν διέκοπτε τη φαρμακευτική αγωγή, αλλά πολλές φορές έπαιρνε την πρωτοβουλία και τα σταματούσε προκειμένου να είναι λειτουργική στην εργασία της, διότι της έφερναν κατατονία, εξάντληση, ζαλάδες και υπνηλία.
Σε ό,τι αφορά στη δολοφονία της 75χρονης κατάκοιτης στις 21-11-2022, υποστήριξε ότι την αγαπούσε πολύ και τη λυπούσε το γεγονός ότι συνέχεια ούρλιαζε από τους πόνους. Εκείνο το βράδυ, όπως είπε, ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και κοιμόταν ανήσυχα.
Όπως ισχυρίστηκε στην απολογία της, τις πρώτες πρωινές ώρες, περίπου λίγο μετά τις 6:30 το πρωί άκουγε συνεχώς μια φωνή να της λέει «λύτρωσέ την, λύτρωσέ την, υποφέρει» και ξεκίνησε να βλέπει και σκιές να περιφέρονται στο χώρο.
Οι φωνές, όπως είπε, της ζητούσαν να λυτρώσει την 75χρονη. Έτσι, την πλησίασε στο κρεβάτι, έβαλε το χέρι της στόμα της ηλικιωμένης και στη συνέχεια της έκλεισε τη μύτη με σκοπό να την πνίξει κι επειδή η 75χρονη κουνούσε τα χέρια της, τότε έπιασε ‘ένα μαξιλάρι και ολοκλήρωσε την πράξη της, όπως περιέγραψε.
Όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί κάλεσε η ίδια την Αστυνομία.
Ισχυρίστηκε ότι ήταν σε απόλυτο σοκ και πολύ φοβισμένη, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε γίνει και ανέφερε πως όταν έδωσε την πρώτη της κατάθεση στην Αστυνομία ήταν σε πανικό και αναίρεσε τον ισχυρισμό της ότι την σκότωσε επειδή δεν την άφησε να κοιμηθεί.