Όπως προέκυψε από την έρευνα, οι δράστες αρχικά επικοινωνούσαν – κυρίως τηλεφωνικά – με τα θύματά τους, προσποιούμενοι τους τεχνικούς κέντρου υποστήριξης εταιριών λογισμικού.
Με το πρόσχημα ότι ο υπολογιστής τους ή και η φορητή συσκευή τους είναι «μολυσμένα» από κακόβουλο λογισμικό, τους ζητούσαν να εγκαταστήσουν λογισμικό απομακρυσμένης πρόσβασης, για τη δήθεν επιδιόρθωση-αποκατάσταση του προβλήματος.
Με τον τρόπο αυτόν αποκτούσαν πλήρη πρόσβαση στον υπολογιστή ή τη φορητή συσκευή και κατ’ επέκταση στα – αποθηκευμένα στις συσκευές – προσωπικά δεδομένα, όπως :
- Προσωπικούς κωδικούς πρόσβασης σε τραπεζικούς λογαριασμούς e –banking
- Προσωπικούς κωδικούς πρόσβασης σε λοιπές εφαρμογές, λογαριασμούς μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ιστοτόπους κλπ, οι οποίοι ήταν αποθηκευμένοι στα προγράμματα περιήγησης (φυλλομετρητές–browsers)
- Το ιστορικό της περιήγησης
- Αρχεία με προσωπικά δεδομένα όπως: έγγραφα, φωτογραφικό υλικό, βιντεοληπτικό υλικό κλπ.
Οι δράστες, έχοντας αποκτήσει πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, προέβαιναν σε μεταφορές χρημάτων από τους ηλεκτρονικούς τραπεζικούς λογαριασμούς (e–banking) σε τραπεζικούς λογαριασμούς που έλεγχαν οι ίδιοι ή συνεργοί τους.
Σε πολλές περιπτώσεις ζητούσαν την εγκατάσταση προγραμμάτων απομακρυσμένης διαχείρισης και στα κινητά τηλέφωνα των θυμάτων, ώστε να λαμβάνουν γραπτά μηνύματα (SMS) με τους κωδικούς μίας χρήσης (OneTimePasswords – OTP), που αποστέλλονται για λόγους ασφάλειας από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Από την έρευνα ταυτοποιήθηκαν τέσσερα άτομα που δραστηριοποιούνταν ή ενεπλάκησαν ως μεταφορείς παράνομου χρήματος (money mules). Για όλες τις υποθέσεις σχηματίστηκαν ποινικές δικογραφίες, τακτικής διαδικασίας, οι οποίες υποβλήθηκαν στις αρμόδιες εισαγγελικές Αρχές.
Στο πλαίσιο της έρευνας κατασχέθηκαν από λογαριασμούς των δραστών 5.700 ευρώ και αποδόθηκαν στους παθόντες, ενώ κατόπιν επικοινωνίας με Τραπεζικά Ιδρύματα και εταιρείες μεταφοράς χρημάτων, δεσμεύτηκε ως προϊόν της απάτης ποσό 3.412 ευρώ, το οποίο επίσης αποδόθηκε στους νόμιμους κατόχους του.
Με αφορμή τις υποθέσεις αυτές, η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος συστήνει στους πολίτες:
- Να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί για την αποφυγή οικονομικής εξαπάτησής τους
- Να μην πείθονται από παρόμοιες τηλεφωνικές κλήσεις
- Να μην ανταποκρίνονται και να διακόπτουν την επικοινωνία σε περίπτωση που λάβουν τέτοιου είδους τηλεφωνικές κλήσεις
- Να μην εγκαθιστούν το προτεινόμενο λογισμικό απομακρυσμένης διαχείρισης.
Σε περίπτωση εγκατάστασης λογισμικού απομακρυσμένης διαχείρισης, εάν οι δράστες είναι συνδεδεμένοι στον ηλεκτρονικό υπολογιστή ή τη φορητή συσκευή, θα πρέπει να γίνει:
- Άμεση διακοπή της διαδικτυακής σύνδεσης
- Άμεση επικοινωνία με το αρμόδιο τραπεζικό ίδρυμα σε περίπτωση πραγματοποίησης συναλλαγών – μεταφορών χρηματικών ποσών που δεν αναγνωρίζουν
- Άμεσος έλεγχος του υπολογιστή ή της φορητής συσκευής από αρμόδιο τεχνικό
- Εκτέλεση σάρωσης ασφαλείας για τον εντοπισμό μολυσμένων προγραμμάτων, με χρήση ενημερωμένου λογισμικού ασφαλείας
- Άμεση επαναφορά εργοστασιακών ρυθμίσεων των συσκευών και επανεγκατάσταση λογισμικού ή στις περιπτώσεις που αυτό δεν είναι εφικτό, άμεση κατάργηση των εγκαταστημένων – προτεινόμενων από τους δράστες εφαρμογών
- Αλλαγή κωδικών πρόσβασης και χρήση νέων ισχυρών κωδικών σε όλους τους λογαριασμούς που συνδέονται στο Διαδίκτυο, όπως π.χ. online banking, email(s), social media, καθώς και ρύθμιση διαδικασίας επαλήθευσης δύο βημάτων – παραγόντων (two–factor authentication).