Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία πραγματικά συγκλονίζουν.
Η 33χρονη Ρούλα Πισπιρίγκου κάθε φορά που συνόδευε την κόρη της σε δημόσιο νοσοκομείο ζητούσε πάντα ένα μονόκλινο δωμάτιο και ρωτούσε αν υπάρχουν κάμερες σε αυτό δήθεν για να γνωρίζει αν μπορεί να αφήνει με ασφάλεια τα πράγματά της, χωρίς να κινδυνεύει από κλοπές.
Το παιδί, σύμφωνα με τη δικογραφία, από τον Απρίλιο του 2021 έως και την ημέρα που κατέληξε στις 29 Ιανουαρίου του 2022 παρουσίασε εννέα επεισόδια, τα οποία ήταν αιφνίδια και δεν υπήρχε για αυτά κάποια ιατρική εξήγηση. Όλα έλαβαν χώρα σε δημόσια νοσοκομεία – και όχι σε θαλάμους ΜΕΘ – και συγκεκριμένα στο νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» και σε δημόσιο νοσοκομείο των Πατρών. Αυτό όμως που συγκλονίζει είναι ότι η Ρούλα Πισπιρίγκου μια ημέρα πριν καταλήξει η κόρη της είπε στους γιατρούς: «Αυτά τα επεισόδια που είδατε δεν είναι τίποτα. Το μεγάλο επεισόδιο δεν το έχει κάνει ακόμα». Μάλιστα, τους είχε ενημερώσει ότι γνωρίζει να χορηγεί τα φάρμακα στο παιδί μέσω γαστροστομίας!
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο διαβιβαστικό έγγραφο της δικογραφίας, τα ανεξήγητα και αιφνιδιαστικά επεισόδια στο 9χρονο κοριτσάκι, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στις 8 Απριλίου του 2021, δηλαδή περίπου 20 ημέρες μετά το θάνατο του άλλου παιδιού της οικογένειας, της μόλις έξι μηνών Ίριδας, η οποία έφυγε από τη ζωή στις 21 Μαρτίου του ίδιου έτους.
Στο πλαίσιο της έρευνας που ξεκίνησε για τις συνθήκες θανάτου της 9χρονης Τζωρτζίνας ζητήθηκαν ιατρικοί φάκελοι από νοσηλευτικά ιδρύματα, στα οποία είχε εισαχθεί για νοσηλεία το παιδί με αιτιολογία ότι στις 8 Απριλίου του 2021 παρουσίασε στον ύπνο της «τρομώδεις σπασμωδικές κινήσεις των άκρων». Τις ημέρες που ακολούθησαν αναφέρθηκαν και άλλα διάφορα επεισόδια που εμφάνιζε το παιδί, συνολικά εννέα τα οποία και αντιμετωπίστηκαν από τους γιατρούς.
Ωστόσο, τα επεισόδια αυτά χαρακτηρίζονται αιφνίδια και μάλιστα σε δύο από αυτά ενεργοποιήθηκε ο βηματοδότης. Μάλιστα, στις 21 Ιανουαρίου του 2022 το μικρό κορίτσι εισήχθη σε ΜΕΘ στο Νοσοκομείο Πατρών, όπου και παρέμεινε για 12 ώρες. Στη συνέχεια επέστρεψε σε Παιδιατρική Κλινική. Ωστόσο, έπειτα από 24 ώρες εκδηλώθηκαν στο παιδί άλλα τέσσερα επεισόδια μικρής διάρκειας, τα οποία υποχώρησαν. Τα παιδί εισήχθη εκ νέου στη ΜΕΘ, όπου και έμεινε για 36 ώρες. Ακολούθως το κοριτσάκι μεταφέρθηκε πίσω στην παιδιατρική κλινική του νοσοκομείου Πατρών και έπειτα από 24 ώρες εμφάνισε νέο επεισόδιο, με άπνοια, αποκορεσμό, κυάνωση και βραδυκαρδία. Η μικρή εκ νέου εισήχθη στη ΜΕΘ και έμενε εκεί για 24 ώρες χωρίς να έχει εκεί συμπτώματα. Στις 26 Ιανουαρίου, αποφασίστηκε η διακομιδή του παιδιού στο νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» προκειμένου να διερευνηθούν αυτά τα επεισόδια που παρουσίαζε.
Κατά το πρώτο 24ωρο της νοσηλείας της στο νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού», η μικρή Τζωρτζίνα δεν παρουσίασε κανένα επεισόδιο. Ωστόσο, το δεύτερο 24ωρο η εικόνα αλλάζει ξανά. Το κοριτσάκι παρουσιάζει και πάλι επεισόδιο συνολικής διάρκειας 3 1/5 λεπτών, ένα επεισόδιο που οι γιατροί το αντιμετώπισαν. Όμως, από τις 28 Ιανουαρίου ως τις 29 Ιανουαρίου, σύμφωνα με τη δικογραφία, η 9χρονη εμφανίζει συνεχώς μικρής διάρκειας τέτοια επεισόδια. Εν τέλει, στις 29 του Ιανουαρίου του 2022 η 9χρονη παρουσίασε επεισόδια άπνοιας και εισήχθη και πάλι στην ΜΕΘ. Διασωληνώθηκε αλλά λίγο αργότερα την ίδια ημέρα έχασε τη μάχη για τη ζωή.
Στο διαβιβαστικό έγγραφο γίνεται εκτενής αναφορά στα κρίσιμα λεπτά πριν και μετά το θάνατο του παιδιού και από τα στοιχεία που παρατίθενται σκιαγραφείται η συμπεριφορά της 33χρονης που μόνο σε μητέρα που χάνει το παιδί της δεν παραπέμπει.
Ειδικότερα, λίγο πριν από τις 2.30 της 29ης Ιανουαρίου μία από τις νοσηλεύτριες του νοσοκομείου «Αγλαΐα Κυριακού» αντιλαμβάνεται την Ρούλα Πισπιρίγκου να πλησιάζει περπατώντας προς το γραφείο νοσηλείας σαν να έψαχνε κάποιον νοσηλευτή. Ο τρόπος που περπατούσε και το γεγονός ότι δεν καλούσε σε βοήθεια έδωσαν στη νοσηλεύτρια την εντύπωση ότι θα ζητούσε κάποιο σεντόνι η κάτι άλλο. Η 33χρονη κατηγορουμένη πλησιάζοντας τη νοσηλεύτρια της είπε κάτι χαμηλόφωνα που εκείνη δεν το άκουσε και δεν το κατάλαβε. Όταν, δε, η νοσηλεύτρια αντιλήφθηκε ότι το παιδί εμφάνισε πάλι επεισόδιο ενημέρωσε την γιατρό που εφημέρευε και σε δευτερόλεπτα βρέθηκαν στο θάλαμο του παιδιού. Κατά την είσοδό τους στο θάλαμο, είδαν την 9χρονη να έχει εμφανίσει κυάνωση και να είναι απνοϊκό. Τότε, τόσο η γιατρός όσο και η νοσηλεύτρια παρατήρησαν ότι το οξύμετρο που ήταν συνδεδεμένο με το παιδί δεν ακουγόταν. Συγκεκριμένα δεν ακουγόταν ο χαρακτηριστικός ήχος που παράγει το εν λόγω ιατρικό όργανο όταν πέσουν οι σφυγμοί. Το παιδί διασωληνώθηκε και πάλι αλλά λίγο αργότερα στις 15.50 κατέληξε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο διαβιβαστικό έγγραφο της δικογραφίας αναφέρεται πως όταν η μικρή Τζωρτζίνα μεταφέρθηκε και πάλι στο «Αγλαΐα Κυριακού» η Ρούλα Πισπιρίγγου σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων, ζήτησε από την εφημερεύουσα γιατρό να μείνει σε μονόκλινο δωμάτιο με την κόρη της. Ο πατέρας του κοριτσιού βρέθηκε στο δωμάτιο μόνο το πρώτο βράδυ της νοσηλείας της μικρής στο δωμάτιο και εν συνεχεία όλο το επόμενο διάστημα μαζί της ήταν μόνη η μητέρα της. Τα αιφνίδια επεισόδια στο παιδί άρχισαν να εκδηλώνονται μετά την αποχώρηση του πατέρα. Όταν εμφανίστηκε το τελευταίο επεισόδιο η 33χρονη ήταν ψύχραιμη -σύμφωνα με τη δικογραφία – και αυτό παρά το γεγονός ότι έβλεπε τις απεγνωσμένες προσπάθειες των γιατρών να σώσουν το παιδί.
Στο φάκελο της υπόθεσης αναφέρεται ακόμη, πως κάποια από τα φάρμακα που εχορηγούντο στο παιδί ήταν ενδοφλέβια και κάποια χορηγούνταν από γαστροστομία που έφερε για την σίτιση του. Μάλιστα, η 33χρονη δήλωσε στους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό ότι γνώριζε να χορηγεί τα φάρμακα από τη γαστροστομία και για το λόγο αυτό αποφασίστηκε να τα δίνει η ίδια στο παιδί της. Ωστόσο, όταν το παιδί παρουσίασε από τις 26 Ιανουαρίου και μετά νέα επεισόδια, δόθηκε εντολή στο νοσηλευτικό προσωπικό να σταματήσει την χορήγηση των φαρμάκων η μητέρα και τα φάρμακα να χορηγούνται στην 9χρονη αποκλειστικά από νοσοκόμα. Μάλιστα, στη δικογραφία αναφέρεται ότι στις 27 Ιανουαρίου του 2022 ο πατέρας του κοριτσιού αποχώρησε από το νοσοκομείο και έμεινε μόνον η μητέρα μέχρι και το θάνατο του παιδιού.
Όπως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης, κανείς από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές δεν χορήγησε στο παιδί κεταμίνη. Η μητέρα ήταν συνέχεια παρούσα και κοντά στην 9χρονη. Στις 28 Ιανουαρίου μία ημέρα πριν το παιδί πεθάνει, η μάνα είπε στους γιατρούς: «Αυτά τα επεισόδια που είδατε δεν είναι τίποτα. Το μεγάλο επεισόδιο δεν το έχει κάνει ακόμα». Εν ολίγοις, …προέβλεψε το μεγάλο επεισόδιο που θα εκδήλωνε η κόρη της και το οποίο τελικά συνέβη και την οδήγησε στον θάνατο. Τα λόγια της αυτά έκαναν αίσθηση στους γιατρούς, καθώς από τα δεδομένα που είχαν τίποτε δεν προμήνυε ένα μεγάλο επεισόδιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της έρευνας εξετάστηκε το σύνολο του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού τόσο του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαϊα Κυριακού» όσο και του «Ωνασείου Νοσοκομείου», όπου είχε νοσηλευτεί επίσης η μικρή Τζωρτζίνα, μήνες πριν το θάνατό της. Εκεί μάλιστα δεν κατεγράφη κανένα επεισόδιο επικίνδυνης ταχυκαρδίας και διαπιστώθηκε η κανονική λειτουργία του απινιδωτή που της είχε τοποθετηθεί. Ακόμη διενεργήθηκαν εξετάσεις για τα γονίδια, εξειδικευμένος γενετικός έλεγχος και εξετάστηκαν όλα τα σύνδρομα που προκαλούν αιφνίδιο θάνατο με αρνητικό αποτέλεσμα σε όλα.
Από στην τοξικολογική έκθεση που περιλαμβάνεται στη δικογραφία αναφέρεται ότι ο θάνατος της 9χρονης επήλθε συνέπεια θανατηφόρου δηλητηρίασης από φαρμακευτική ουσία. Στο μεταθανάτιο αίμα της διαπιστώθηκε κεταμίνη σε πολύ υψηλή συγκέντρωση 6,5 ml ανά ml. Ο χρόνος που χρειάστηκε για να δράσει η κεταμίνη είναι από 5 ως 20 λεπτά.