Προχωρά με γοργούς ρυθμούς και εντός χρονοδιαγραμμάτων η υλοποίηση του εμβληματικού σχεδίου ανάπλασης του τ. βασιλικού κτήματος στο Τατόϊ. Με ομόφωνη γνωμοδότηση το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων ενέκρινε τις οριστικές μελέτες (αρχιτεκτονική, στατική, ηλεκτρομηχανική), οι οποίες αφορούν στην αποκατάσταση του θερινού ανακτόρου.
Σύμφωνα με τη μελέτη, προβλέπεται η οικοδομική, λειτουργική και αισθητική αποκατάσταση του μνημείου στην εποχή του Γεωργίου Α’.
Το ανάκτορο μετατρέπεται σε μουσείο και οι χώροι του θα αντανακλούν την περίοδο του Γεωργίου του Α´, εκθέτοντας έπιπλα, αντικείμενα, πίνακες, αλλά και χαρτώες μαρτυρίες, που τεκμαίρουν την διαδρομή της τ. βασιλικής οικογένειας.
Παράλληλα, στους χώρους του υπογείου, θα υπάρχουν αίθουσες για εκπαιδευτικά προγράμματα ή μικρές θεματικές περιοδικές εκθέσεις, ενώ η αίθουσα του κινηματογράφου, θα χρησιμοποιείται για προβολές συναφούς ιστορικού υλικού.
Το κτηριακό συγκρότημα ανακτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, την αρχιτεκτονική του ταυτότητα ως αντίγραφο αγροικίας στο Peterhof, τον μνημειακό χαρακτήρα, αλλά και την ανάδειξη των στοιχείων της αυθεντικότητας του.
Επισημαίνεται ότι η επαναφορά στην εποχή του Γεωργίου Α’, σύμφωνα με την εγκεκριμένη μελέτη, προτάθηκε μόνο σε όσα στοιχεία υπήρχε επαρκής επιστημονική τεκμηρίωση.
Στην οριστική αρχιτεκτονική μελέτη περιλαμβάνονται τροποποιήσεις ως προς την εγκεκριμένη προμελέτη, καθώς ενσωματώνονται στοιχεία από την υπό εκπόνηση μουσειογραφική μελέτη, προκειμένου να εμπλουτισθεί περαιτέρω το μουσειολογικό αφήγημα.
Ταυτόχρονα ο στόχος είναι η βελτίωση της λειτουργικότητας του κτηρίου, ώστε να καταστεί λειτουργικό και φιλικό προς τον επισκέπτη.
Σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική μελέτη:
Στο ισόγειο, διατηρείται η κεντρική είσοδος στη βόρεια όψη του κτηρίου, δεδομένου ότι αντιστοιχεί στην εποχή της υφιστάμενης διαμόρφωσης του χώρου της κύριας εισόδου με το κλιμακοστάσιο.
Η υφιστάμενη εσωτερική διαμόρφωση αποτελεί επέμβαση της 2ης περιόδου (1913-1947) του κτηρίου και ειδικότερα (το έτος 1937) επί Γεωργίου Β’, ώστε να καταστεί μεγαλύτερος και ενιαίος ο χώρος της εισόδου, του κτηρίου.
Επί Γεωργίου Α’ ο χώρος αυτός ήταν μικρότερος και η κλίμακα ανόδου στον Α’ όροφο ήταν διαφορετική.
Διατηρείται και αποκαθίσταται το στέγαστρο της κεντρικής εισόδου, στην υφιστάμενη μορφή του, με τα υφιστάμενα μεταλλικά φουρούσια, καθώς αναφέρεται στην ίδια χρονική περίοδο με την κεντρική είσοδο. Διαμορφώνεται η είσοδος και για ΑμεΑ.
Διατηρείται η κλίμακα που οδηγεί από το ισόγειο στη στάθμη του υπογείου, πλησίον του αναβατορίου τροφίμων, για λόγους μουσειολογικούς, καθώς από την σκάλα αυτή, σε συνδυασμό με το αναβατόριο, γινόταν η επικοινωνία από την κουζίνα (υπόγειο) στο ισόγειο.
Επίσης, για μουσειολογικούς λόγους διατηρείται η κλίμακα που οδηγούσε από το γραφείο του ισογείου, στα υπνοδωμάτια, στον Α΄ όροφο.
Στον Α’ όροφο, αναδιαμορφώνεται ο χώρος γύρω από την ξύλινη κλίμακα. Παραμένουν τα μεγάλα παράθυρα στη νότια όψη του κτηρίου.
Επισημαίνεται ότι για την περίοδο του Γεωργίου Α’, υπάρχει φωτογραφικό υλικό για τους εσωτερικούς χώρους του ισογείου, κυρίως από το γραφείο του Γεωργίου Α’, το σαλόνι και στους χώρους της νότιας πλευράς του κτηρίου.
Στον Β’ όροφο (σοφίτα), διατηρείται το σύνολο των υφιστάμενων φεγγιτών, εκτός από δύο, οι οποίοι καταργούνται, καθώς προβλέπεται η επαναφορά του δυτικού αετώματος της στέγης.
Στη στάθμη υπογείου, διαμορφώνονται επιπλέον χώροι υγιεινής για το κοινό.