Ξυλοδαρμοί, κλοπές, ακόμη και βιασμοί με δράστες ανήλικα αγόρια και κορίτσια φιγουράρουν στην επικαιρότητα σαν μια άκρως ανησυχητική κανονικότητα.
Η ανάγκη για επίδειξη δύναμης και ένταξης σε μία ομάδα που θα τους κάνει να δείχνουν άτρωτοι, δημιουργούν στρατιές ανήλικων παραβατών, με δράση που παραπέμπει σε εγκληματικές οργανώσεις.
«Μόνο τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, του 2023, καταγράφηκαν 3.500 παραβατικές συμπεριφορές ανηλίκων. Αυτές έχουν καταγραφεί, σκεφτείτε πόσες δεν έχουν καταγραφεί, γιατί δεν επενέβη η αστυνομία» αναφέρει η πρόεδρος Εφετών και Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Μαργαρίτα Στενιώτη.
Σύμφωνα με έρευνα σε πανελλαδικό επίπεδο, ένα στα τρία παιδιά, στην Ελλάδα, πέφτει θύμα σχολικού εκφοβισμού, ενώ ένας στους έξι αισθάνεται ότι το σχολικό περιβάλλον δεν τους μαθαίνει να μην εκφοβίζουν τους συμμαθητές τους.
Με τα στοιχεία να δείχνουν ότι τα περιστατικά βίας βρίσκονται στα προ πανδημίας επίπεδα, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της.
Η Έλενα Συρμάλη, εγκληματολόγος και πρόεδρος του Κέντρου Έρευνας και Μελέτης Ασφάλειας τονίζει: «Έχουμε πια άλλου είδους εγκλήματα. Δηλαδή θα δούμε ληστείες, θα δούμε βιασμούς και θα δούμε σοβαρές σωματικές βλάβες. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μία διαφοροποίηση στην ποιότητα. Είναι πιο σκληρές οι πράξεις. Εμπεριέχουν περισσότερη βία».
«Υπάρχουν συμμορίες, πλέον, ανηλίκων. Οργανωμένες δηλαδή ομάδες δράσης ανηλίκων. Δεν κατανοούν όμως τη βαρύτητα γιατί ο σκοπός τους είναι να εντυπωσιάσουν τους συνομηλίκους, τους φίλους τους. Κάποια παιδιά φτάνουν δικαστήρια και είναι πάρα πολύ φοβισμένα» σημειώνει η κ. Μαργαρίτα Στενιώτη.
Αναζητώντας κάποιος τα αίτια της έντασης των περιστατικών βίας, θα πρέπει να ανατρέξει στις αλλεπάλληλες κρίσεις που έχει βιώσει η χώρα τα τελευταία 15 χρόνια.
«Ένα παιδί που είναι σήμερα 16 χρονών, θυμάται από το 2010, το 2011 από το 2009 ενδεχομένως. Αυτό σημαίνει πως ότι θυμάται είναι μόνο απειλή επικείμενων κακών. Σε όλη αυτή την 15ετία στην Ελλάδα και οι γονείς και τα παιδιά νιώσαμε σε ένα βαθμό τουλάχιστον, αρκετοί από εμάς, ότι χάνουμε τον έλεγχο της ζωής μας, ότι τα πράγμα ξεφεύγει από τον δικό μας έλεγχο και αυτό ξέρουμε ότι κάνει τον άνθρωπο να φοβάται και ένας φοβισμένος άνθρωπος επιτίθεται» λέει ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος και Διευθυντής διεύθυνσης ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού.
Οι σημερινοί έφηβοι έχουν γίνει πιο ευρηματικοί στον τρόπο δράσης τους, ενώ οι επιθέσεις έχουν εξαπλωθεί και στις πιο εύπορες περιοχές.
«Το γεγονός ότι πια στην Ελλάδα τέτοια φαινόμενα υπάρχουν και σε μικροαστικές περιοχές ή και σε περιοχές της ανώτερης μικροαστικής τάξεις, θα πρέπει να το καταλάβουμε σε σχέση και με την έλλειψη αντικειμενικών προοπτικών που βιώνει η ελληνική νεολαία» συνεχίζει ο ψυχίατρος.
Ανήλικοι οι οποίοι επιζητούν αναγνώριση, αναρτούν τα κατορθώματά τους στην «τροπαιοθήκη» που ονομάζεται social media.
«Ζούμε μία συνένωση φυσικού και ψηφιακού κόσμου. Εκεί λίγο τα όρια μπερδεύονται» αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Συρμάλη.
«H επίδειξη μέσω των κοινωνικών δικτύων ή οποιουδήποτε άλλου μέσου – γιατί για μέσο πρόκειται – είναι προφανώς μία τελετουργία για να επιτελεστεί το ανήκειν σε μία παραβατική ομάδα. Αν δεν την επιδείξω αυτή την άσκηση βίας στην κοινότητα, γύρω μου, είτε με φυσικό τρόπο, να μαζευτούν τα παιδιά και να με βλέπουν να βαράω, είτε ανεβάζοντας ένα βίντεο από την πράξη που έγινε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφού υπάρχει πια η τεχνική ευκολία για να το κάνω, αν δεν γίνει αυτό, είναι σαν να μην κάνω τη μισή εκφοβιστική βία» εξηγεί ο κ. Νικολαΐδης.
Τα αγόρια δεν αποτελούν τον κανόνα μελών παραβατικής ομάδας, ενώ σύμφωνα με τους ειδικούς, η στάση του παιδιού στις σχολικές υποχρεώσεις, θα μπορούσε να αποτελέσει «καμπανάκι» για τους γονείς.
«Βλέπουμε τα τελευταία χρόνια τα κορίτσια προσπαθούν να έχουν ένα κομμάτι της πίτας της παραβατικότητας. Η σχολική αποτυχία, τα πολλά σκασιαρχεία, αυτό το προφίλ ενός παιδιού μπορεί να αποτελέσει παράγοντα που ίσως οδηγήσει στην παραβατικότητα ανηλίκων» υποστηρίζει η κ. Συρμάλη.
Οι ειδικοί αναγνωρίζουν ότι κανένας δεν γεννιέται παραβάτης, αλλά γίνεται. Αυτό που πρέπει να προλάβουμε, είναι η διαδρομή προς το «γίνεται»