Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση, στη δίκη για τη φωτιά στο Μάτι, μιας Ιρλανδής που είχαν έρθει στην Ελλάδα για μήνα του μέλιτος με το σύζυγο της Μπράιαν, ο οποίος τελοικά «χάθηκε» στη φωτιά. Η Zoe Maria Holohan. Αναφέρθηκε στα δεκάδες χειρουργεία που υπέστη προκειμένου να αποκαταστήσει τα εγκαύματα της αλλά και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει έως σήμερα.
Η γυναίκα κατέθεσε πως την ημέρα της φονικής πυρκαγιάς κοιμόταν με το σύζυγο της και ξύπνησε αλλά δεν τον είδε δίπλα της στο κρεβάτι.
«Τον άκουσα να φωνάζει το όνομα μου καθόταν στη μπαλκονόπορτα και είχε ήδη πιάσει φωτιά ο κήπος» είπε η μάρτυρας και συνέχισε: «Ήταν σε σοκ. Έτρεξα και είδα ότι ο πίσω κήπος είχε πιάσει επίσης φωτιά. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε για τη ζωή μας. Φόρεσα μία λευκή ρόμπα, πήρα τα διαβατήρια τα πορτοφόλια και τις βέρες μας».
Συνεχίζοντας η μάρτυρας περιέγραψε τα όσα αντίκρυσε όταν πια με το σύζυγό της κατάφεραν να βγουν στο δρόμο, χωρίς όμως -όπως είπε -να ξέρουν προς τα που να πάνε. Συγκεκριμένα κατέθεσε: «Εχαν πιάσει φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα μου. Φτάσαμε στο δρόμο και είδαμε κάτι πολυ μικρά παιδιά. Τέσσερα-πέντε. Δεν υπήρχε ενήλικος. Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και αρχίσαμε να τρέχουμε. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα αυτοκίντοο. Το σταματήσαμε, βάλαμε τα παιδιά μέσα. Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Ζήτησα από τον οδηγό να μας βάλει στο πορτ μπαγκάζ. Άρχισε το αυτοκίνητο να τρέχει και αισθανόμαστε ότι πήγαινε σε ανηφόρα. Οι φλόγες μας ερχόταν συνεχώς κατά πάνω μας, μας έφτυναν. Το χέρι μου κόλλησε στο καπό. Όλο το σώμα μου είχε πιάσει φωτιά. Φωτιά έπιασαν και τα ρούχα του Μπράιν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά τράκαρε σε ένα δέντρο. Το δέντρο έπεσε πάνω σε εμάς, ο Μπράιν άρχισε να φωνάζει και δεν μπορούσα να τον κρατήσω από το χέρι. Έπεσε από το αυτοκίνητο μέσα στη φωτιά. Η τελευταία του λέξη ήταν «γιατί»»….Προσπάθησα να του φωνάξω, ήθελα να ακούσει πόσο τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος. Ήξερα ότι είχε πεθάνει, εξαφανίστηκε μέσα στη φωτιά και τον άκουσα να φωνάζει. Καθόμουν στο πορτ μπαγκαζ και αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρο μου.
Δεν μπορώ να περιγράψω τον πόνο. Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει και καθόμουν και περίμεναν τον θάνατο μου. Ήταν σαν φαντάσματα να βγαίνουν από καπνούς. Ένας πυροσβέστης, ήρθε και με έπιασε, με αγκάλιασε και με έβγαλε από το αυτοκίνητο. Νομίζω ότι ήρθε γιατί με άκουσε να φωνάζω το όνομα Μπράιν. Με άρπαξε, με αγκάλιασε, με έβγαλε και με πέρασε μέσα από φωτιά. Με πήγε μέσα σε ένα φορτηγό που φαινόταν της πυροσβεστικής. Του ζήτησα να γυρίσει να πάρει τον Μπράιν αλλά πιστεύω δεν με κατάλαβε. Κοίταξτα χέρια μου, είχε αρχίσει να βγαίνει το δέρμα μου, ήταν σαν ταινία τρόμου, από το ένα μάτι δεν έβλεπα. Τα μαλλιά μου, είχε κολλήσει στο σώμα …Κατάλαβα ότι τα κομμάτια του φορέματος φλέγονταν ακόμα. Τα παπούτσια μου καίγονταν.Νόμιζα ότι έβραζα. Ζήτησα να μου βγάλουν ρούχα. Δυστυχώς δεν καταλάβαινε η γυναίκα που ήταν δίπλα μου και άρχισε να μου ρίχνει νερό. Της είπα να μου κόψει τα ρούχα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε, μετά το έκανε. Έβγαινε και δέρμα μαζί με το ύφασμα. Κατάλαβα ότι είχα καεί σε όλο το σώμα. Ήμουν αρχικά τόσο ζεστή και μετά τόσο κρύα. Δεν μπορούσα να ελέγξω το σώμα μου. Τους ζητούσα συνέχεια να ψάξουν το Μπράιν. Πίστευα ότι κάποιος τον είχε σώσει και αυτόν…».
Φορτισμένη και με δάκρυα στα μάτια η μάρτυρας μίλησε στη συνέχεια για τον δικό της Γολγοθά στα ελληνικά νοσοκομεία. «Με πήγαν στο ασθενοφόρο, ο πόνος είναι τόσο ισχυρός, υπήρχαν δύο άτομα και τους παρακαλούσα να μου δώσουν κάτι για τον πόνο. Δεν απάντησαν. Έκλαιγα. Φώναζα και ζητούσα βοήθεια. Πίστευα ότι θα πεθάνω και άρχισαν να γελάνε. Δεν γνωρίζω γιατι γέλαγαν και ένας που μίλαγε καλά αγγλικά μου είπε να σκάσω και έσκασα» είπε η μάρτυρας για να συνεχίσει» :Αισθανόμουν έτσι κι αλλιώς ότι θα πεθάνω. Με πήγαν στο νοσοκομείο, τότε, κατάλαβα πως τόσος κόσμος έχει καεί. Παντου όλοι φώναζαν και έκλαγαν και μύριζε καμμένο δέρμα.
Ήμουν εκεί για μεγάλο διάστημα όπως κι άλλοι. Ήταν κόλαση. Κατάλαβα ότι είχα ακόμα τη τσάντα μου. Κάποιος με πλησιάσε με ρώτησε από που ειμαι και του του είπα από Ιρλανδία. Μου είπε μπορώ μα σε βοήθησε, γνωρίζω κάποιο στην πρεσβεια. Ζήτησα παυσίπονα. Νομίζω μίλησε με κάποιον. Κατάλαβαν ότι είχα ασφαλιστήριο υγείας επειδή το είχα δώσει σε αυτόν. Με έβγαλαν από τα επείγοντα, με πήγαν σε άλλο όροφο και νομίζω πως ήταν επειδή είχα ιδιωτική ασφάλιση. Με έβαλαν σε δωμάτιο με παράθυρο. Έβλεπα το πρόσωπο μου. Το μισό πρόσωπο είχε μαυρίσει και λιώσει. Το μάτι μου ήταν κλειστό. Τώρα μπορώ να δω».
Τέλος, η μάρτυρας κατέθεσε πως με την παρέμβαση της Πρεσβείας της νοσηλεύτηκε σε ιδιωτική κλινική, για περίπου ένα μήνα, όπου υποβλήθηκε και σε πολλά χειρουργεία. Σε αυτό το νοσοκομείο έμαθε πως βρέθηκε η σωρός του συντρόφου της αλλά και για το θάνατο του πατέρα της πίσω στην πατρίδα της που ήταν για εκείνη ένα σημαντικό ακόμα πλήγμα.
«Μέχρι τότε πίστευα πως ίσως είχε διασωθεί ο Μπράιν και βρισκόταν σε άλλο νοσοκομείο. Ο αδελφός μου, μου είπε πως πέθανε μέσα στη φωτιά. Ήμουν στο νοσοκομείο για ένα μήνα. Κάθε 2-3 ημέρες έκανα χειρουργεία. Τα πόδια μου είχαν καεί σε μεγάλο βαθμό. Πίστευα πως δε περπατήσω ξανά. Έχω κάνει 30 με 33 χειρουργεία», κατέθεσε η κ. Holohan.