Την ανησυχία του για την εικόνα που παρουσιάζει η Βόρεια Ελλάδα και μάλιστα πολύ νωρίτερα σε σχέση με την περσινή χρονιά εκφράζει ο Καθηγητής Πνευμονολογίας και Διευθυντής της Πανεπιστημιακής Πνευμονολογικής Κλινικής στο ΠΑΓΝΗ, Νίκος Τζανάκης.
Μιλώντας στο iefimerida.gr o κ. Τζανάκης κάνει λόγο για αρκετά βεβαρημένες περιοχές μαζί με τη Θεσσαλονίκη, η οποία δέχεται και τη μεγαλύτερη πίεση στα νοσοκομεία και στις κλίνες ΜΕΘ.
«Τα κρούσματα τις τελευταίες μέρες υπερέβησαν τα 500 ανά 100.000 πληθυσμού που είναι όριο συναγερμού. Πέρυσι η εικόνα αυτή παρατηρήθηκε μετά τις 26 Οκτωβρίου. Δυστυχώς, φέτος την έχουν πολύ νωρίτερα γεγονός που μας ανησυχεί», λέει ο Καθηγητής Πνευμονολογίας.
Παράλληλα, εκφράζει την ελπίδα η φυσική ανοσία που έχει αποκτηθεί στη βόρεια Ελλάδα αλλά και το υπάρχουν ποσοστό των εμβολιασμένων να αποτελέσουν ανάχωμα στην περαιτέρω εξέλιξη του πανδημικού κύματος στην περιοχή.
«Θέλω να πιστεύω ότι η φυσική ανοσία από προηγούμενες νοσήσεις, γιατί αυτοί οι νόμοι δεν πήγαν καλά και στα προηγούμενα κύματα, καθώς επίσης και το κάποιο εμβολιαστικό ποσοστό που είναι γύρω στο 50%, δέκα μονάδες κάτω σε ορισμένες από αυτές τις περιοχές, θα παίξουν τον ρόλο τους. Ευχή μας να μη δούμε τις εικόνες του περασμένου Νοεμβρίου», σχολιάζει.
Σύμφωνα με τον κ. Τζανάκη, ο μέσος όρος των ημερήσιων εισαγωγών προς τα κρούσματα ενώ στο περασμένο κύμα αντιστοιχούσαν 4 κρούσματα προς 1 νοσηλεία, δηλαδή το 25%, τώρα είναι 10 κρούσματα ανά 1 νοσηλεία περίπου 7-10%. Το γεγονός αυτό, όπως λέει, είναι «επίτευγμα των εμβολιασμών».
Τέλος, ζητά από τους επίσημους φορείς να διερευνήσουν τους λόγους για τους οποίους παρουσιάζεται στη βόρεια Ελλάδα έξαρση των κρουσμάτων σε μια προσπάθεια να εντοπιστεί το πρόβλημα και να ανακοπεί η πορεία των κρουσμάτων. «Υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις, οι οποίες θα πρέπει να διερευνηθούν από τους αρμόδιους. Οι πιθανότερες απ’ αυτές τις αιτίες είναι τρεις: Πρώτον το ότι δεν έχει εμβολιαστεί μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, δεύτερον ότι δεν τηρούνται τα μέτρα και τρίτον πρέπει να υπάρχει κάποια κινητικότητα πληθυσμού –ίσως από τις γειτνιάζουσες χώρες- που επιβαρύνει την κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να μελετηθεί τι ακριβώς έχει συμβεί», καταλήγει.