Τις πιθανές δικαστικές οδούς και τα νομικά εργαλεία που θα μπορούσε να έχει η Ελλάδα στη διεκδίκηση των Μαρμάρων του Παρθενώνα αναλύουν στο «Εθνος» έγκριτοι νομικοί και καθηγητές πανεπιστημίου.
Πώς θα γίνει η δικαστική μάχη για τα μάρμαρα
Την ώρα που η «τρόικα» της Αμάλ Αλαμουντίν βρίσκεται επί ελληνικού εδάφους για το κορυφαίο κι εξαιρετικά σύνθετο ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών, η εξειδικευμένη στο δίκαιο της πολιτιστικής κληρονομιάς διευθύντρια του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας, Ειρήνη Σταματούδη, που έχει ασχοληθεί χρόνια με τη νομική πλευρά του θέματος, και ο καθηγητής Διοικητικού Δικαίου και Διοικητικών Θεσμών του Παν. Αθηνών Χαράλαμπος Χρυσανθάκης ιχνηλατούν το πιθανό δικαστικό πεδίο της πολύκροτης υπόθεσης.
Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: Μπορεί να προσφύγει ένας ιδιώτης για προσβολή της προσωπικότητας και του δικαιώματος στην πολιτιστική ταυτότητα, στη λογική πως η απόλυτη απόλαυση της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι στοιχείο της προσωπικότητας. Αντίστοιχες επικλήσεις αναμένονται και από τη βρετανική πλευρά κι εκεί ρόλο θα παίξει η νομική ερμηνεία της σύμβασης. Η διαδικασία είναι χρονοβόρα και απαιτεί από 1,5 έως 4 χρόνια, ενώ για να προσφύγει κανείς στο ΕΔΑΔ πρέπει να εξαντλήσει τα ένδικα μέσα της πατρίδας του, εκτός αν κριθεί ότι αυτά είναι αναποτελεσματικά.
Σε περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει την ουσία της υπόθεσης (και δεν απορρίψει την προσφυγή για τυπικούς λόγους αναρμοδιότητας ή εκπροθέσμου), μία απόφαση θα ήταν νομικά δεσμευτική.
Στα βρετανικά δικαστήρια: Ειδικό καθεστώς με νομοθετική πράξη προστατεύει από το 1963 τα μουσειακά εκθέματα. Ειδικότερα νομοθεσία απαγορεύει στα μέλη ΔΣ του Βρετανικού Μουσείου να «αποξενωθούν» από τα αντικείμενα της συλλογής.
Ωστόσο έχουν υπάρξει επιστροφές από μουσεία με νομικά ευρήματα (π.χ. ως ανανεούμενα δάνεια) ή με νόμο. Για παράδειγμα, το Βρετανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας αναγκάστηκε να επιστρέψει κρανία – λείψανα αβορίγινων ιθαγενών της Τασμανίας. Το Βρετανικό Μουσείο έχει προχωρήσει σε δύο επιστροφές ως ανανεούμενα δάνεια.
Στα ελληνικά δικαστήρια: Οι ειδικοί διαφωνούν στο κατά πόσο είναι ευχερές να δικαστούν Βρετανικό Μουσείο/βρετανικό Δημόσιο στην Ελλάδα. Ωστόσο θεωρείται πως ακόμη και μια ευνοϊκή απόφαση θα έχει πρόβλημα εκτελεστότητας και πιθανότατα η Μ. Βρετανία αρνηθεί να την εφαρμόσει.
Στο Διεθνές Δικαστήριο Χάγης: Η Μ. Βρετανία δεν δέχεται αναδρομική αρμοδιότητα του δικαστηρίου και το αναγνωρίζει μόνο για διαφορές που δημιουργήθηκαν από 1ης/1/1974 και εξής. Σε περίπτωση προσφυγής, ζητούμενο είναι αν θα θεωρηθεί ότι η αδικοπραξία συντελέστηκε όταν αφαιρέθηκαν τα μάρμαρα ή συνεχίζεται μέχρι σήμερα. «Η δικαστική διεκδίκηση είναι μια καθαρά πολιτική απόφαση που θέλει μελέτη και ενδελεχή εξέταση. Οταν προσφεύγει κανείς στα δικαστήρια δεν μπορεί να γνωρίζει το αποτέλεσμα, αλλά πρέπει να λάβει υπόψη του πως θα λύσει οριστικά το ζήτημα», τονίζει η κ. Σταματούδη.
Η ίδια αναφέρεται στα στοιχεία που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν δικαστικά, όπως το ότι τα Μάρμαρα αφαιρέθηκαν παράνομα, αφού «υπάρχει μόνο μία επιστολή κατώτερου Τούρκου αξιωματούχου -σήμερα μόνο σε ιταλική μετάφραση- που επιτρέπει στον Ελγιν να πάρει κάποιες πέτρες κι όχι να πριονίσει το εξωτερικό μέρος των γλυπτών και να καταστρέψει το μνημείο».
Από την πλευρά του ο κ. Χρυσανθάκης εκτιμά πως «η πλέον ενδεδειγμένη οδός αυτήν τη στιγμή δεν είναι η δικαστική, αλλά αυτή μίας διακρατικής συμφωνίας», καθώς το ζήτημα αναγάγεται στις διεθνείς σχέσεις της χώρας και σε αυτό το στάδιο είναι δύσκολο να ανακινηθεί δικαστικά.
Εμπόδια
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Δικαίου ΕΕ Βασίλης Χριστιανός αναφέρεται στα νομικά εργαλεία που θα μπορούσε να έχει η Ελλάδα: Σε οδηγία της ΕΕ του 1993 περί επιστροφής πολιτιστικών αγαθών που έχουν παρανόμως απομακρυνθεί από το έδαφος ενός κράτους-μέλους, στη Σύμβαση των Παρισίων του 1970, στη νεότερη της Ρώμης του 1995.
Ωστόσο, λέει πως υπάρχουν εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, όπως το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη μεταφορά των Γλυπτών στη Μ. Βρετανία.
«Μέσα από αυτές τις διεθνείς συμφωνίες θα μπορούσε να στηριχτεί μία αξίωση της Ελλάδας στη νομική βάση πως υπάρχουν θεμελιώδεις άγραφες αρχές, κοινά αποδεκτές από τα Δίκαια όλων των κρατών περί επιστροφής πολιτιστικών αγαθών που έφυγαν παρανόμως.
Το ερώτημα είναι να βρεθεί το αρμόδιο δικαστήριο», καταλήγει ο κ. Χριστιανός.