Για ένα μοναδικό καλλιτεχνικό έργο το οποίο φιλοτεχνήθηκε από ένα σημαντικό καλλιτέχνη, κάνει λόγο η Παναγιώτα Ατζακά-Ασημακοπούλου, ομότιμη καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ – Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, αναφερόμενη στο ψηφιδωτό της Αμφίπολης.
Μιλώντας στο Βήμα κάνει συγκρίσεις με τα έργα στη Βεργίνα και επισημαίνει ότι κατασκευάστηκε στο ίδιο καλλιτεχνικό κλίμα.
Ο ψηφοθέτης που φιλοτέχνησε το ψηφιδωτό του τάφου στον λόφο Καστά της Αμφίπολης «αναμφισβήτητα ήταν ένας πολύ σημαντικός καλλιτέχνης. Είχε ένα ζωγραφικό πρότυπο, θα πρέπει όμως να έχουμε υπόψη μας ότι το φυσικό υλικό (βότσαλο) δεν είναι δυνατόν να αποδώσει στον ίδιο βαθμό με τον χρωστήρα του ζωγράφου την πλαστικότητα, τις φωτοσκιάσεις, την προοπτική.
«Τη μεγάλη διαφορά μπορεί κανείς να την αντιληφθεί καθαρά αν συγκρίνει την αριστουργηματική τοιχογραφία του τάφου της Περσεφόνης στις Αιγές, στην οποία απεικονίζεται το ίδιο θέμα, με το ψηφιδωτό της Αμφίπολης. Πρόκειται προφανώς για δύο διαφορετικές τέχνες. Παρ’ όλα αυτά είναι εμφανής (και επιτυχής) η προσπάθεια του ψηφοθέτη στον τάφο του λόφου Καστά να αποδώσει ζωγραφικό αποτέλεσμα, παρά τις δεσμεύσεις που του επιβάλλει το φυσικό σκληρό υλικό» λέει χαρακτηριστικά.
Στα πρόσωπα των τριών μορφών (Ερμής, Πλούτωνας, Περσεφόνη) αποδίδονται, παρατηρεί, με αξιοθαύμαστο τρόπο τόσο η ένταση όσο και η δραματικότητα της στιγμής. «Εξάλλου, με τη στροφή του κεφαλιού της Περσεφόνης και την κίνηση του χεριού της, αυτήν ακριβώς την καίρια δραματική στιγμή επιδιώκει να αποτυπώσει ο ψηφοθέτης – την απελπισία της, σαν να ζητεί βοήθεια από τον κόσμο των ζωντανών στην πορεία της προς τη Δύση, προς τον Κάτω Κόσμο».
Τα βοτσαλωτά ψηφιδωτά του ελλαδικού χώρου (που προέρχονται από την Ολυνθο, τη Σικυώνα, την Κόρινθο, την Ερέτρια κ.α.) διακρίνονται ήδη από τον όψιμο 5ο αι. π.Χ. και το πρώτο μισό του 4ου από τεχνική και συνθετική πληρότητα. Ομως, όπως τονίζει η κυρία Ατζακά-Ασημακοπούλου, τα ψηφιδωτά των πλούσιων οικιών της Πέλλας είναι που σηματοδοτούν μια νέα φάση εξέλιξης του διακοσμητικού αυτού είδους: οι μορφές αποδίδονται με μεγαλύτερη πλαστικότητα, τα χρώματα είναι περισσότερα και φωτεινότερα, επιχειρούνται φωτοσκιάσεις και προοπτικές αποδόσεις, και γενικά επιδιώκεται ζωγραφικό αποτέλεσμα (αφού όλα αυτά τα στοιχεία είναι κατ’ εξοχήν στοιχεία της ζωγραφικής).
«Στο ίδιο καλλιτεχνικό κλίμα δημιουργεί το έργο του και ο ψηφοθέτης της Αμφίπολης. Το καταλαβαίνει κανείς καλύτερα αν το συγκρίνει π.χ. με την παράσταση της Αρπαγής της Ελένης από τον Θησέα στη λεγόμενη «οικία της Αρπαγής της Ελένης» στην Πέλλα, ένα συγγενικό δηλαδή εικονογραφικό θέμα (αρπαγή). Παρά το γεγονός ότι εκεί υπάρχει διαφορετικό εικονογραφικό πρότυπο, η αντιπαραβολή των δύο έργων εντοπίζει τα ίδια τεχνοτροπικά στοιχεία: την ένταση στην κίνηση και την απόδοση της δραματικότητας της στιγμής· την προσοχή στο χρώμα· την αίσθηση του βάθους και τις φωτοσκιάσεις» επισημαίνει.
Μια άλλη σημαντική καινοτομία στα ψηφιδωτά των οικιών της Πέλλας είναι η τάση των ψηφοθετών, προκειμένου να περιορίσουν την ασυνέχεια του φυσικού υλικού (του βότσαλου), να πειραματίζονται με διάφορα τεχνητώς κομμένα υλικά (όπως στρογγυλές ψηφίδες, λεπτές ελικοειδείς ταινίες από ψημένο πηλό και λεπτά μολύβδινα ελάσματα), επιτυγχάνοντας έτσι να αποδώσουν καλύτερα τα περιγράμματα και τις λεπτομέρειες. «Το χαρακτηριστικό αυτό δεν φαίνεται να υπάρχει στο ψηφιδωτό της Αμφίπολης – και το επισημαίνω με μεγάλη επιφύλαξη, εφόσον δεν έχω δει το ψηφιδωτό» λέει.
Στο ψηφιδωτό της Αμφίπολης η απόδοση της προοπτικής και της τρίτης διάστασης είναι ιδιαίτερα εμφανής στις μορφές του Ερμή και της Περσεφόνης, «καθώς αυτές κινούνται με ορμή και αντιθετικά. Η προοπτική αυτή απεικόνιση επιτυγχάνεται με τις διάφορες συνιζήσεις των σωμάτων, τις αλληλοκαλύψεις τους, τις ελαφρές φωτοσκιάσεις, την αλλαγή των χρωματικών τόνων».
Οταν ζητήσαμε από την κυρία Ατζακά-Ασημακοπούλου να επιχειρήσει κάποια υπόθεση για το «γαλάζιο» μάτι του αλόγου στο άρμα του Πλούτωνα, απέφυγε οποιοδήποτε σχόλιο. Στο μεταξύ, δεν λείπουν εκείνοι που έχουν σπεύσει να δουν μια «ιδιαιτερότητα», συνδέοντας με κάποιες αναφορές περί γαλάζιων ματιών του Μεγάλου Αλέξανδρου ή περί διχρωμίας των ματιών του αλόγου του, του Βουκεφάλα.
Από την εποχή της ακμής του βοτσαλωτού ψηφιδωτού γνωρίζουμε έναν μόνον ψηφοθέτη, τον Γνώσι. Αυτός υπογράφει («Γνώσις επόησεν») το ψηφιδωτό με το κυνήγι του ελαφιού, το οποίο κοσμούσε τον ανδρώνα της «οικίας της Αρπαγής της Ελένης» στην Πέλλα. Τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα σηματοδοτούν τη σπουδαιότερη φάση στην εξέλιξη της διακοσμητικής τέχνης του ψηφιδωτού, με την εισαγωγή της τεχνικής της κομμένης ψηφίδας, γνωστής με τον όρο «opus tessellatum» (από τη λέξη tessella ή tessera, δηλαδή πετρούλα κομμένη από τις τέσσερις πλευρές). Σε ψηφιδωτά αυτής της τεχνικής, που φθάνουν σε υψηλότατο σημείο ακμής στα όψιμα ελληνιστικά χρόνια, βρίσκουμε συχνότερα υπογραφές ψηφοθετών. Οι σημαντικότεροι προέρχονται από την Αλεξάνδρεια, την Πέργαμο, τη Δήλο και την Πομπηία.
Πηγή: imerisia.gr