Να ψωνίσει είναι το πρώτο πράγμα που θα ήθελε να κάνει, ύστερα από 14 ημέρες καραντίνας, η 82χρονη Ελένη Βατζέρη από τη Φούστανη του δήμου Αλμωπίας, στο βόρειο τμήμα της Περιφερειακής Ενότητας Πέλλας. Ωστόσο, ακόμη φοβάται γι’ αυτό και σκέφτεται, όπως λέει, να ζητήσει από τον ανιψιό της να την εξυπηρετήσει και να της φέρει ό,τι χρειάζεται.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ λίγες ώρες πριν από την άρση της καραντίνας (σ.σ. απόψε), η ηλικιωμένη σπεύσει, ωστόσο, να διευκρινίσει πως δεν της έλειψε τίποτα το χρονικό διάστημα των δύο εβδομάδων που έμεινε στο σπίτι καθώς, όπως λέει, «ο κόσμος εδώ φρόντισε να μην μας λείψει κάτι! Όσο ήμασταν μέσα, μάς έφερναν τρόφιμα, ψωμί, φρούτα, ό,τι ήταν απαραίτητο. Είχα και τα φάρμακά μου από πριν, ενώ το τελευταίο, μου το είχε φέρει ο φαρμακοποιός στο σπίτι».
Παρ’ όλα αυτά, όταν της ζητείται να περιγράψει τα συναισθήματα που βίωσε τις τελευταίες μέρες, αναφέρει: «Το βασικό συναίσθημα ήταν η έντονη στεναχώρια. Δεν ήμασταν μαθημένοι και τα βρήκαμε πολύ δύσκολα. Είναι άσχημη η μοναξιά. Μιλούσαμε, βέβαια, κάθε μέρα με τα παιδιά μου που βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη. Όταν σχολούσαν από τη δουλειά, μου τηλεφωνούσαν. Έχω εδώ και έναν ανιψιό, με τον οποίο επικοινωνούμε». Στο ερώτημα «τι της έχει λείψει περισσότερο», απαντά με νόημα: «Όλα μου λείψανε, να βγω έξω, να συναντήσω τα ξαδέλφια μου, έχω σκάσει. Αλλά επειδή φοβάμαι και στην αυλή μου ακόμη, έβγαινα λίγο. Είχε γενικά ησυχία, δεν άκουγα παρέες να περνούν».
Η κ. Βατζέρη είναι μόνιμη κάτοικος Φούστανης και στο παρελθόν, μαζί με τον σύζυγό της, ασχολούνταν με τα καπνά, και παρά το γεγονός ότι τα παιδιά της που ζούνε πια στη Θεσσαλονίκη της έχουν ζητήσει να μείνει μαζί τους, εκείνη απαντάει: «Δεν μπορώ να κλειστώ στην πόλη. Εδώ συνήθισα. Τα παιδιά φωνάζουν, αλλά εγώ, εδώ».
Ψώνια από το σούπερ μάρκετ και προμήθειες από το φαρμακείο δηλώνει ότι θα κάνει, μετά την καραντίνα, και ο 68χρονος Θανάσης Μιχαηλίδης. Για εκείνον, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο χρόνος των 14 ημερών κύλησε ήρεμα στο χωριό, ενώ υπήρξε μια διέξοδος για τους κατοίκους, οι οποίοι μπορούσαν να βγουν στην αυλή τους, να κάνουν κάποιες δουλειές, να ασχοληθούν με κάποιο χόμπι, όπως έκανε ο ίδιος, ολοκληρώνοντας κάποιες μηχανολογικές εργασίες.
Από την άλλη πλευρά, πέραν της προμήθειας των βασικών, τροφίμων και φαρμάκων, σημειώνει ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα να βγει κανείς έξω από το σπίτι για να πάει να αγοράσει κάτι άλλο. «Μπορούμε να πούμε ότι με την έναρξη της καραντίνας, η εξυπηρέτηση κατ’ οίκον άρχισε να λειτουργεί μετά τη δεύτερη μέρα. Είχαμε τη δυνατότητα να δώσουμε χρήματα ώστε να μας φέρουν όσα χρειαζόμασταν. Δήμος και αντιπεριφέρεια μας έστειλαν προμήθειες. Η εξυπηρέτηση ήταν καλή, απλώς έπρεπε να επικοινωνήσουμε με τον δήμο», λέει.
Μιλώντας για τη δική του αίσθηση κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο εβδομάδων, σημειώνει: «Δεν είχα πρόβλημα, δεν ένιωθα περιορισμένος μέσα στο σπίτι επειδή μπορούσα να βγαίνω στην αυλή και να ασχολούμαι με το χόμπι μου. Υπάρχει φυσικά και το διαδίκτυο, συνεπώς είχαμε επαφή με τους δικούς μας ανθρώπους. Είναι αλήθεια ότι μόλις έμαθαν όλοι ότι βρισκόμαστε σε καραντίνα, έπεσαν πολλά τηλεφωνήματα. Προσπάθησαν να μας δώσουν κουράγιο».
Όσο για τον τρόπο με τον οποίο είναι απαραίτητο να αντιμετωπίζει ο καθένας μια τέτοια κατάσταση, τονίζει ότι «χρειάζεται υπομονή» και υπογραμμίζει: «Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας, αλλά τον περίγυρο. Είναι τόσο απλό, παρόλο που η υπομονή λείπει σε πολύ κόσμο».