Ανησυχία προκαλούν τα αποτελέσματα νέας έρευνας, σύμφωνα με τα οποία αυξημένος είναι ο κίνδυνος θανάτου για όσους πέρασαν βαριά COVID-19 από τη στιγμή που μολύνθηκαν και για τους επόμενους 12 μήνες, ενώ οι κάτω των 65 ετών κινδυνεύουν περισσότερο.
Το γεγονός ότι μόνο το ένα πέμπτο (20%) των ασθενών με βαριά COVID-19 πέθαναν λόγω σοβαρών επιπλοκών, εγείρει το ερώτημα αν η «long COVID-19» μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου, εκτός από την ενόχληση που προκαλεί λόγω επιμονής των συμπτωμάτων επί μήνες.
Κάτι που καθιστά αναγκαίο τον εμβολιασμό αυτών των ατόμων παρά τη φυσική ανοσία που έχουν αποκτήσει λόγω της προηγηθείσας ασθένειας τους, έτσι ώστε να αποκτήσουν «υβριδική» ανοσία (εμβολιαστική και φυσική), που είναι ανώτερη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Αρτς Μάινους του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “Frontiers in Medicine”, ανέλυσαν στοιχεία για 13.638 ανθρώπους, από τους οποίους οι 178 είχαν νοσήσει βαριά μετά από λοίμωξη COVID-19, ενώ οι 246 με ήπια έως μέτρια συμπτώματα.
Η 12μηνη παρακολούθηση της πορείας των ασθενών έδειξε ότι εκείνοι που είχαν περάσει βαριά νόσο, είχαν σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα – υπερδιπλάσια – να πεθάνουν μέσα στον επόμενο χρόνο, σε σχέση με όσους είχαν ελαφριά συμπτώματα ή δεν είχαν μολυνθεί από τον κορονοϊό.
«Μια προηγούμενη μελέτη μας είχε δείξει ότι οι ασθενείς με σοβαρή COVID-19 που είχαν αναρρώσει, αντιμετώπιζαν σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο νέας νοσηλείας τους μέσα στους επόμενους έξι μήνες. Η νέα μελέτη δείχνει ότι στους ανθρώπους αυτούς υπάρχει επίσης αυξημένος κίνδυνος θανάτου μέσα στους 12 επόμενους μήνες».
Οι ασθενείς με σοβαρή COVID-19 κάτω των 65 ετών βρέθηκαν να έχουν 233% αυξημένη πιθανότητα θανάτου μέσα στο επόμενο έτος από την ανάρρωση τους, σε σχέση με όσους δεν είχαν νοσήσει λόγω κορονοϊού. Ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος συγκριτικά με τα άτομα άνω των 65 ετών.
Οι περισσότεροι κατοπινοί θάνατοι μεταξύ των επιβιωσάντων από σοβαρή COVID-19 δεν συνδέονταν με τις συνήθεις επιπλοκές της οξείας νόσου, όπως η αναπνευστική ανεπάρκεια και η θρόμβωση. Το 80% των θανάτων μπορούσαν να αποδοθούν σε λόγους που τυπικά δεν σχετίζονται με την COVID-19, κάτι που δείχνει ότι η προηγηθείσα βαριά νόσος είχε οδηγήσει σε μια γενικότερη επιδείνωση της υγείας των ασθενών, αφήνοντας τους πιο ευάλωτους σε διάφορες παθήσεις. Από την άλλη, όσοι πέρασαν ήπια ή μέτρια COVID-19, δεν είχαν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο μετέπειτα θανάτου, σε σχέση με όσους δεν μολύνθηκαν από κορονοϊό.
«Ξέρουμε πλέον», δήλωσε ο δρ Μάινους, «ότι υπάρχει σημαντικός κίνδυνος θανάτου από πιθανές – μη αναγνωρισμένες ως τέτοιες – επιπλοκές της COVID-19. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε ακόμη πιο προσεκτικοί, ώστε να μειώνουμε την πιθανότητα σοβαρών επεισοδίων της νόσου. Το να ρισκάρει κανείς ελπίζοντας σε επιτυχή θεραπεία του στο νοσοκομείο, δεν ανταποκρίνεται στην πλήρη εικόνα της επίπτωσης της COVID-19. Η σύσταση μας είναι να εμβολιαστεί κάποιος για να αποφύγει τη βαριά COVID-19».