Ένας άνθρωπος που νόσησε με κορονοϊό, αντιμετωπίζει κίνδυνο νοσηλείας ή θανάτου κατά 88% μικρότερο για τουλάχιστον δέκα μήνες μετά, σε σύγκριση με κάποιον που δεν είχε προηγουμένως μολυνθεί από τον ιό.
Αυτό δείχνει μια νέα διεθνής επιστημονική έρευνα, η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα σχετικά με τον βαθμό προστασίας λόγω φυσικής ανοσίας μετά από νόηση από κορονοϊό.
Η βασική διαπίστωση είναι ότι έστω και μία φορά να μολύνθηκε κάποιος από κορονοϊό, διαθέτει στη συνέχεια αρκετά ισχυρή και μακρόχρονη ανοσία έναντι της βαριάς νόσησης από κορονοϊό που συνεπάγεται νοσηλεία ή θάνατο. Αυτό μάλιστα φαίνεται να ισχύει για όλες τις παραλλαγές του ιού, συμπεριλαμβανομένης της Όμικρον.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Στέφεν Λιμ του Ινστιτούτου Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας (ΙΗΜΕ) της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον του Σιάτλ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet”, πραγματοποίησαν τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση όλων των σχετικών δημοσιευμένων ερευνών, συνολικά 65 μελετών από 19 χώρες.
Η ανάλυση συμπέρανε ότι, μετά από προηγηθείσα λοίμωξη Covid-19, το επίπεδο και η διάρκεια της προστασίας έναντι της πιθανότητας επαναμόλυνσης, της νόσησης με συμπτώματα και της σοβαρής νόσου είναι τουλάχιστον ανάλογα με εκείνα που παρέχουν δύο δόσεις εμβολίων mRNA έναντι των παραλλαγών ‘Αλφα, Δέλτα και Όμικρον ΒΑ.1.
Από την άλλη, οι επιστήμονες προειδοποίησαν ότι τα ευρήματα τους σχετικά με τη φυσική ανοσία δεν πρέπει να αποθαρρύνουν τους ανθρώπους από το να εμβολιάζονται, καθώς αυτός παραμένει ο ασφαλέστερος τρόπος για να αποκτά κανείς ανοσία.
“Ο εμβολιασμός είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για απόκτηση ανοσίας, ενώ για την απόκτηση φυσικής ανοσίας πρέπει να ληφθούν υπόψη οι κίνδυνοι βαριάς νόσου και θανάτου που σχετίζονται με την αρχική λοίμωξη”, ανέφερε ο δρ Λιμ.
“Τα εμβόλια συνεχίζουν να είναι σημαντικά για όλους προκειμένου να προστατεύσουν τους πληθυσμούς υψηλού κινδύνου όπως τους άνω των 60 ετών, εκείνους με συννοσηρότητες, καθώς επίσης πληθυσμούς που δεν είχαν προηγουμένως μολυνθεί και τους ανεμβολίαστους ή όσους αφότου μολύνθηκαν ή έκαναν την τελευταία δόση εμβολίου, έχουν περάσει πάνω από έξι μήνες”, δήλωσε η ερευνήτρια δρ Καρολάιν Στάιν.
Η νέα μελέτη υπολόγισε ότι η προστασία που προσέφερε μια αρχική λοίμωξη με κορονοϊό πριν την Όμικρον έναντι του κινδύνου επαναλοίμωξης με παραλλαγή Όμικρον ΒΑ.1 ήταν 74% μετά από έναν μήνα και έπεφτε στο 36% μετά από περίπου δέκα μήνες.
Όταν όμως ληφθεί υπόψη μόνο ο κίνδυνος νοσηλείας και θανάτου λόγω επαναλοίμωξης, τότε η προστασία μετά ένα δεκάμηνο από την αρχική λοίμωξη παραμένει υψηλή: η μείωση του κινδύνου εκτιμάται στο 90% για τις παραλλαγές ‘Αλφα και Δέλτα και στο 88% για την Όμικρον ΒΑ.1.
Γενικότερα, κατά την τρέχουσα εποχή όπου επικρατούν οι υποπαραλλαγές της Όμικρον, η προστασία από φυσική ανοσία έναντι σοβαρής νόσησης μετά από επαναλοίμωξη είναι υψηλότερη όταν η αρχική λοίμωξη από κορονοϊό αφορούσε πάλι την Όμικρον, αλλά μικρότερη αν αρχικά είχε κανείς αρρωστήσει από ‘Αλφα ή Δέλτα. Αυτό, κατά τους ερευνητές, οφείλεται στο ότι στο μεταξύ ο ιός έχει αποκτήσει μεταλλάξεις που τον διευκολύνουν να διαφεύγει της ανοσιακής προστασίας, είτε φυσικής λόγω προηγηθείσας λοίμωξης, είτε εμβολιαστικής.