Διαβάστε το κείμενο, που έγραψε επισκεπτόμενη τη γειτονιά της. Δείτε φωτογραφίες
Μια μέρα πριν από την προγραμματισμένη συναυλία που θα δώσει μαζί με τον Μηδενιστή και τον STAN στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης την Κυριακή 31 Αυγούστου, η Δέσποινα Βανδή ταξίδεψε στην Καβάλα και επισκέφτηκε την γειτονιά που μεγάλωσε, παρέα με την κόρη της. Η συγκίνησή της ήταν τόσο μεγάλη, που αποτυπώθηκε στο παρακάτω κείμενο:
«Είμαι από χθες στην πόλη. Χρονιά απέφευγα να περάσω από το σπίτι που μεγάλωσα κι από τη γειτονιά που μάτωναν τα γόνατα μου αρκετές φορές πάνω στα παιχνίδι. Είχα την τύχη να ζήσω το μεγαλείο της γειτονιάς που τότε δεν το καταλάβαινα μέσα την απλότητα της! Τη θεωρούσα δεδομένη κι ότι πάντα έτσι θα ναι όπως ήταν για μένα και για όλα τα παιδιά. Ποσό άλλαξαν τα πάντα από τότε! Ένας δρόμος ήταν που περνούσαν σπάνια αυτοκίνητα από κει. Κατεβαίναμε σιγά σιγά με το που έφευγε το μεσημέρι κι άρχιζε το παιχνίδι! Μήλα, κικιρίκια, λάστιχο, κρυφτό, κυνηγητό και κάποιες φορές, βραδύ πάντα, ιστορίες με φαντάσματα που τις διηγούμασταν με μεγάλη ψυχραιμία και σοβαρότητα, αλλά μόλις έφτανε η ώρα να γυρίσω στο σπίτι, φώναζα τη μάνα μου να βγει στο μπαλκόνι να με βλέπει μέχρι να μπω! Τι όμορφα χρονιά! Είχε και πολλά παλιά σπίτια στη γειτονιά που ζωήρευαν ακόμα περισσότερο τη φαντασία μας! Σήμερα κάποια από αυτά δεν υπάρχουν .Τα δώσανε και στη θέση τους στριμώχθηκαν κάτι εξογκώματα νεόδμητα σαν παραφωνίες! Κάποιο άλλο το φτιασίδωσαν με νέα υλικά εξωτερικά έτσι που τίποτα δε θυμίζει την τότε όψη τους. Σα να παίρνεις μια γιαγιά από το χωριό και να της φοράς έντονο κόκκινο κραγιόν με το τσεμπέρι. Άλλα αυτά που βλέπουν τα ματιά της κόρης μου που την έχω μαζί μου κι άλλα τα ματιά της ψυχής μου. Προσπαθώ μέσα από τις διηγήσεις μου να την πάω στα χρόνια τα δικά μου. «Εδώ ζούσε μια γιαγιά που δεν έβγαινε από το σπίτι της και τη φοβόμασταν όλα τα παιδιά. Ήταν παράξενη και καθόλου φιλική». «Εδώ σε αύτη τη σκάλα καθόμουν και καθάριζα τα φασολάκια με τη μάνα μου». «Εδώ δεν είχε άσφαλτο μονό άγριες πέτρες και χορτάρι». «Σε αυτό το παράθυρο καθόταν η κουτσομπόλα της γειτονιάς που έβλεπε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει από το σπίτι του»! Σαν «έφυγε» ο πατέρας μου έκανα χρόνια να ξαναπάω στη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων. Μονό μου θύμιζε και δεν ήθελα. Αργότερα συμφιλιώθηκα κι αυτό που σίγουρα κατάλαβα και κράτησα, είναι πως μια μικρογραφία ήταν το παιχνίδι στη γειτονιά, του κόσμου που μεγαλώναμε. Κανείς δε φώναζε τη μάνα του για να αποδώσει το δίκιο! Μονοί μας τα αντιμετωπίζαμε όλα! Σήμερα, παιδότοποι και κάτι κακοφτιαγμένα πάρκα για να μαζεύονται τα παιδιά να παίζουν με ό,τι διαθέτουν αυτοί οι χώροι χωρίς τίποτα να εξάπτει τη φαντασία τους. Έχω περάσει κι εγώ πολλές ώρες σε αυτά μέχρι να μεγαλώσουνε λιγάκι. Ακούς τα παιδιά να φωνάζουν πάνω στο παιχνίδι «ο τάδε με χτύπησε» ζητώντας τη βοήθεια ενός μεγάλου! Όσες φορές ήρθαν τα δικά μου να διαμαρτυρηθούν τους το κοψα λέγοντας «βρείτε τα μεταξύ σας δεν ανακατεύομαι»! Όχι επειδή δεν έχουμε γειτονιές πια, να τα ξεχάσω κι όλα!».