Ξελόγιασε το κοινό στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μάγεψε όσους κοιτούσαν τις φωτογραφίες της όπου εύκολα μεταμορφωνόταν σε σέξι γατούλα. Ανδρες και γυναίκες υποκλίνονταν στην Μπριζίτ Μπαρντό.
Αυτή ήταν η λαμπερή πλευρά, γιατί υπάρχει κι άλλη. Εκείνη της κατάθλιψης, των τεσσάρων αποπειρών αυτοκτονιών, των τεσσάρων γάμων, των εκατοντάδων εραστών και της μίας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης με το δύσκολο τοκετό.
«Στο παιχνίδι της αγάπης, όσο ήταν κυνηγός, ήταν και θήραμα», είχε πει για εκείνη η Σιμόν ντε Μποβουάρ, όπως γράφει το νέο βιβλίο που κυκλοφόρησε για την «Μπεμπέ» με τίτλο «Brigitte Bardot: The Life, The Legend, The Movies».
Γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Ροζέρ Βαντίμ όταν ήταν 16 ετών. Το αφεντικό του τον είχε στείλει να τη δει για να αποφασίσουν αν θα τη χρησιμοποιήσουν σε ταινία. Η Μπαρντό δεν πήρε το ρόλο, αλλά οι δύο τους ερωτεύτηκαν τρελά.
«Μου έδωσε την εντύπωση του άγριου λύκου», είχε γράψει η Μπαρντό. «Τρόμαζα αλλά και γοητευόμουν όταν με κοιτούσε. Δεν ήξερα πού ήμουν. Τον ήθελα». Εγιναν εραστές, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της που απειλούσαν να την στείλουν στην Αγγλία. Εκαναν πίσω μόνο όταν εκείνη προσπάθησε για πρώτη φορά να αυτοκτονήσει, αλλά τους έβαλαν όρο να μην παντρευτούν μέχρι η Μπαρντό να κλείσει τα 18. Τότε, η «Μπεμπέ» είχε ανοίξει το φούρνο και έβαλε μέσα το κεφάλι της, αλλά τη βρήκαν εγκαίρως οι γονείς της.
Δουλεύοντας και σαν φωτογράφος και δημοσιογράφος, ο Βαντίμ ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει τα ΜΜΕ για να φτιάξει την εικόνα της συζύγου του. Αυτή βέβαια είχε το χάρισμα να «ξελογιάζει» τους φωτογράφους και σύντομα έχει η πιο φωτογραφημένη γυναίκα στον κόσμο, όπως την αποκαλούσαν μεταξύ άλλων.
Εγινε σταρ, αλλά η πρώτη ταινία στην οποία συνεργάστηκε με τον σύζυγό της, το «Ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», σήμανε το τέλος του γάμου τους. Εκείνη ερωτεύτηκε τον συμπρωταγωνιστή της, Ζαν Λουί Τριντινάντ, με το ζευγάρι να συνεχίζει να φιλιέται μπροστά στα μάτια του Βαντίμ, ακόμη κι όταν το γύρισμα της σκηνής είχε τελειώσει. Τέσσερα χρόνια μετά το γάμο τους, ο Βαντίμ και η Μπαρντό χώρισαν.
Η Μπαρντό και ο νέος αγαπημένος της, που επίσης χώρισε τη γυναίκα του, έζησαν μαζί για δύο χρόνια, αλλά η σταρ στη συνέχεια τον άφησε για τον τραγουδιστή Ζιλμπέρ Μπεκό, παρότι εκείνος ήταν παντρεμένος. Η μία σχέση διαδεχόταν την άλλη, με εκείνη πάντα να είναι εκείνη που φεύγει. Η Μπαρντό έχει παραδεχθεί ότι είχε πάνω από 100 εραστές, ανάμεσά τους και γυναίκες.
Οταν γύριζε την ταινία «Η Μπαμπέτ πάει σε πόλεμο», γνώριζε τον Ζακ Σαριέ που έμελε να γίνει ο δεύτερος σύζυγός της και πατέρας του παιδιού της. Η εγκυμοσύνη ήταν ανεπιθύμητη για εκείνη, αλλά οι γονείς του Σαριέ την έπεισαν να κρατήσει το παιδί. Ηταν ένας δύσκολος τοκετός, στο σπίτι, καθώς δεν μπορούσε να πάει στο μαιευτήριο εγκαίρως εξαιτίας των παπαράτσι έξω από το σπίτι της. Ποτέ δεν δέθηκε με τον γιο της. Ο Νικολά γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1960 και ο Σαριέ πήρε την επιμέλεια.
Στα 26α γενέθλιά της, το 1960, η Μπαρντό προσπάθησε ξανά να αυτοκτονήσει, πίνοντας ένα κουτί υπνωτικά και κόβοντας τις φλέβες της, ενώ βρισκόταν στη βίλα της στη Νίκαια. Μία ημέρα νωρίτερα είχε πει σε έναν φωτογράφο. «Ασε με ήσυχη. Ετσι κι αλλιώς θα πεθάνω».
Αν και τα ΜΜΕ έφτιαξαν το μύθο της, ήταν και εκείνα που την έριξαν στην κατάθλιψη όπως φαίνεται. Η Μπαρντό πάντα μισούσε τις ορδές των δημοσιογράφων που παρακολουθούσαν την κάθε της κίνηση.
Αυτό δεν περιόρισε την ερωτική της ζωή. Είχε πολλές σχέσεις με συμπρωταγωνιστές της όπως ο Γουόρεν Μπίτι, με τραγουδιστές όπως ο Νίνο Φερέ και ο Μπαμπ Ζαγκούρι, πριν παντρευτεί τον τρίτο της σύζυγο, τον Γερμανό εκατομμυριούχο Γκούντερ Σαχς. Για να την κερδίσει, είχε ρίξει τριαντάφυλλα από αεροπλάνο στο σπίτι της στο Σεντ Τροπέ.
Πέρασε μοναχικά και νιώθοντας δυστυχισμένη αρκετά χρόνια της τέταρτης δεκαετίας της ζωής της. Τελικά παντρεύτηκε τον τέταρτο σύζυγό της, τον Μπερνάρ Ντ’Ορμάλ το 1992. Ο επιχειρηματίας ήταν πρώην σύμβουλος του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου τότε.
Εχοντας αφοσιωθεί στα ζώα και την προστασία των δικαιωμάτων τους από το 1986, ζει απομονωμένη στο Σεντ Τροπέ. Υποφέρει από αρθρίτιδα και μετακινείται με μπαστούνι, αλλά αρνείται να κάνει επέμβαση. «Δεν μπορώ να περπατήσω ή να κολυμπήσω, αλλά αισθάνομαι τυχερή όταν βλέπω πόσο υποφέρουν τα ζώα. Τότε συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να παραπονιέμαι για τίποτα», έχει πει.
Παρά τα πλούτη και τη φήμη, η Μπαρντό είχε κατάθλιψη και προσπάθησε τέσσερις φορές να βάλει τέλος στη ζωή της.
Ηταν η πιο φωτογραφημένη γυναίκα στον κόσμο, ακόμη και πριν αρχίσει να παίζει σε ταινίες
Κόρη πλούσιας οικογένειας του Παρισιού, η μητέρα της την έστειλε από μικρή στο μπαλέτο
Εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του Elle το Μάιο του 1949, στην πρώτη δουλειά της ως μοντέλο
Γνώρισε το σκηνοθέτη Ροζέρ Βαντίμ στα 16 της. Τον παντρεύτηκε, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της.
Στην πρώτη ταινία που τη σκηνοθέτησε, το Δεκέμβριο το Δεκέμβριο του 1956, στην ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», άλλαξαν τα πάντα. Η Μπαρντό έκανε σχέση με τον συμπρωταγωνιστή της.
Μετά από ένα δεσμό με τον Σάσα Ντιστρέλ, ακολούθησε η σχέση με τον Ζακ Σαριέ, συμπρωταγωνιστή της σε ταινία, ο οποίος έγινε ο δεύτερος σύζυγός της και πατέρας του Νικολά.
Οταν γέννησε το γιο της, έδωσε την επιμέλεια στον Ζακ Σαριέ. «Δεν είμαι φτιαγμένη για μητέρα», είχε εξομολογηθεί. «Δεν είμαι αρκετά ώριμη. Ξέρω ότι είναι τρομερό να το παραδέχομαι, αλλά δεν είμαι αρκετά ενήλικη για να φροντίσω ένα παιδί».
Μοναχική και δυστυχισμένη κατά διαστήματα στα 40 της, παντρεύτηκε τον τέταρτο σύζυγό της, Μπερνάρ Ντ’Ορμάλ το 1992. Είναι ακόμη παντρεμένη με τον επιχειρηματία.