Οι περισσότεροι από όσους κάνουν «share» ψευδείς ειδήσεις και παραπληροφόρηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, π.χ. για την πολιτική ή την υγεία, δεν το κάνουν από πρόθεση, αλλά από απροσεξία, βιασύνη και ενστικτώδη αντίδραση, χωρίς να πολυσκεφτούν τι κάνουν.
Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει μελέτη ερευνητών του αμερικανικού Πανεπιστημίου ΜΙΤ, η οποία προτείνει ως «φάρμακο» την ενθάρρυνση των χρηστών να μη βιάζονται να κάνουν ακόμη ένα «like» αλλά να είναι πιο προσεκτικοί στο τι αναπαράγουν.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ντέιβιντ Ραντ, πραγματοποίησαν σειρά από πειράματα με χιλιάδες χρήστες social media, οι οποίοι κλήθηκαν να διαβάσουν και να μοιραστούν με άλλους χρήστες μία σειρά από ειδήσεις, οι μισές από τις οποίες ήταν αληθινές και οι άλλες μισές ήταν ψευδείς.
Η αρχική διαπίστωση είναι ότι από τους ανθρώπους που μοιράστηκαν και εξάπλωσαν τις ειδήσεις με την παραπληροφόρηση περίπου το 50% το έκαναν κατά βάση λόγω ελλιπούς προσοχής και του βιαστικού τρόπου που οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το 33%, δηλαδή ένας στους τρεις, το έκαναν επειδή εσφαλμένα νόμιζαν ότι η είδηση ήταν ακριβής, ενώ το υπόλοιπο 16% το έκαναν εν γνώσει τους ότι πρόβαλαν ψέματα.
Είναι ακριβώς αυτή η τελευταία μειονότητα χρηστών, συχνά πολύ δυναμικών, που είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν.