Αίτηση πτώχευσης για προστασία από τους πιστωτές κατέθεσε η αλλαντοβιομηχανία ΒΙΚΗ.
Στην αίτησή της η εταιρεία ζητά, μεταξύ άλλων, να ορισθεί ημερομηνία παύσης πληρωμών, η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επί της αίτησης, να ορισθεί σύνδικος, να διαταχθεί παράλειψη της σφράγισης της περιουσίας της και να ανατεθεί προσωρινά η διοίκηση της περιουσίας και η συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε τρία μέλη του υπάρχοντος δ.σ. με τη σύμπραξη του συνδίκου έως και την παρέλευση της τρίμηνης
προθεσμίας για την υποβολή σχεδίου αναδιοργάνωσης αλλιώς μέχρι τη συνέλευση των πιστωτών.
Οι συνολικές υποχρεώσεις της ΒΙΚΗ ανέρχονται σε 44,6 εκατ. ευρώ ενώ οι απαιτήσεις με ημερομηνία υπολογισμού 31/12/2017 στα 9,9 εκατ. ευρώ.
Η ιστορία της ΒΙ.Κ.Η
Το όνομα ΒΙ.Κ.Η. αποτελεί σύντμηση της επωνυμίας της Βιομηχανίας Κρέατος Ηπείρου. Η ιστορία της ξεκίνησε το 1973 όταν φτιάχτηκαν οι πρώτες εγκαταστάσεις της χοιροτροφικής μονάδας ΒΙΚΗ ΦΑΡΜ από μια ομάδα φιλόδοξων γεωπόνων και κτηνοτρόφων στην περιοχή της Άρτας. Μια περιφέρεια που μέχρι τότε ήταν ξεχασμένη όμως από το '80 και χάρη στην πολιτική ενισχύσεων του ΠΑΣΟΚ αναβαθμίστηκε και πλέον έχει να επιδείξει κι άλλες μεγάλες εταιρείες τροφίμων κυρίαρχα στην ζωική παραγωγή όπως η Νιτσιάκος ή η Ήπειρος στο γάλα.
Το 1974, με την επιστημονική και τεχνολογική συνδρομή επιστημόνων από τη Γερμανία και τη Δανία, η βιομηχανία επεκτάθηκε και μετεξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες μονάδες παραγωγής και επεξεργασίας κρέατος στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο της συνεχούς ανάπτυξης, επεκτάθηκε και στην αγορά των προψημένων-κατεψυγμένων έτοιμων γευμάτων. Στην πορεία αυτή, η εταιρεία κέρδιζε διαρκώς μερίδιο στην αγορά και έκανε ταυτόχρονα τις απαραίτητες επεκτάσεις ώστε η παραγωγή να καλύπτει την αυξανόμενη ζήτηση. Σήμερα η βιομηχανία απασχολεί 300 εργαζόμενους σε μια πορεία προόδου παράλληλη με αυτήν της Ηπείρου. Μιας περιοχής ξεχασμένης η οποία όμως με το χρόνο προόδευσε κι έπαψε να αποτελεί το φτωχότερο μέρος της χώρας. Τουλάχιστον η Άρτα κινήθηκε διαφορετικά από τους υπόλοιπους φτωχούς νομούς της περιοχής.
Η οικογένεια Παναγιάννη που είναι οι βασικοί μέτοχοι του ομίλου που σήμερα κινείται με επιτυχία στον κλάδο των τροφίμων, από τα χρόνια του '90 αποφάσισαν να κινηθούν πιο δυναμικά με δάνεια τα οποία πήραν. Δάνεια όμως που τελικά εξελίχθηκαν σε βρόγχο και μεγάλη επιβάρυνση με την πάροδο του χρόνου λόγω της μεγάλης κρίσης στην οποία η χώρα εισήλθε αλλά κι εξαιτίας λανθασμένων εκτιμήσεων του ομίλου και των μετόχων.
Μιας οικογένειας που πέρασε στα τέλη της δεκαετίας του 2000 σε μετάβαση με τον Νίκο Παπαγιάννη να αναλαμβάνει δράση. H εταιρεία «κουβαλάει» γύρω στα 25 εκατ. τραπεζικά δάνεια, με το σύνολο των υποχρεώσεων (βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων) να κινείται στα επίπεδα των 40 εκατ.
Και μπορεί η ανάπτυξη της να ήταν ραγδαία και να την οδήγησε πολύ σύντομα σε σημαντικούς τζίρους άνω των 30 εκατ. ευρώ σε μια αγορά όπως ήταν το αλλαντικό που μεγάλωνε, όμως τα αποτελέσματα αυτής της επέκτασης φάνηκαν σύντομα. Και ήταν αρνητικά. Έτσι εξάλλου συμβαίνει όταν κάποια πράγματα γίνονται βιαστικά και με μοναδικό σχέδιο το πώς θα ακολουθήσεις τους μεγάλους παίκτες της αγοράς.
Κι αν η ΝΙΚΑΣ ήταν το πρώτο θύμα αυτής της κατάστασης και η Υφαντής το δεύτερο, την ίδια ώρα που η Creta Farms δυνάμωνε και κατακτούσε μερίδια αγοράς, η ΒΙ.Κ.Η έδειχνε να χάνει έδαφος.
Η βιομηχανία από την Άρτα ακολουθώντας τη φιλοδοξία του Νίκου Παπαγιάννη που είναι σήμερα διευθύνων σύμβουλος και διοικεί την βιομηχανία που ίδρυσε μαζί με άλλους ο Δημήτρης Παπαγιάννης, πραγματοποίησε αρχικά άλματα.
Για την ακρίβεια στο αποκορύφωμα της εξελίχθηκε σε όμιλο με 5 επιχειρήσεις και παρουσία, πέρα από τα αλλαντικά, στις ιχθυοτροφές-ιχθυοκαλλιέργειες και στις ζωοτροφές με τη θυγατρική εταιρεία «Lucky». Πτυχιούχος της Γεωπονικής Σχολής Αθηνών ο Δημήτρης Παπαγιάννης από το 1962 έως και το 1965 εργάστηκε στον Εθνικό Οργανισμό Καπνού στην Πρέβεζα. Το 1965 διορίστηκε στο υπουργείο Γεωργίας όπου μέχρι το 1973 εργάστηκε στη Διεύθυνση Γεωργίας της Άρτας με ευθύνη την κτηνοτροφία. Άνθρωπος με όραμα όμως και με θέληση να πετύχει, το 1969 έκανε κάτι ασυνήθιστο.
Αποφάσισε να πάει στην Αγγλία για μεταπτυχιακές σπουδές στη γεωργική οικονομία κι αυτό διότι έβλεπε μακριά. Ήθελε να παρακολουθήσει τις εξελίξεις και να βρει έναν δικό του δρόμο. Και το κατάφερε. Το 1973 παραιτήθηκε από υπάλληλος του υπουργείου Γεωργίας και ίδρυσε τη ΒΙ.Κ.Η ΑΕ, τη ΒΙ.Κ.Η Φσρμ ως χοιροτροφική επιχείριση παραγωγής 12.000 ζωών το χρόνο, τη Lacky στις ζωοτροφές και τη ΧΕΛΠΑ μια μονάδα παραγωγής χελιού και οξύρυγχου.
Ο ίδιος προχώρησε μάλιστα και σε άλλα επίπεδα εκπροσωπώντας θεσμικά για πολλά χρόνια τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Κρέατος, όντας μέλος της Τράπεζας Πειραιώς, μέλος του ΣΕΒ και πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Άρτας. Στην περίοδο της κρίσης ωστόσο άρχισε η υποχώρηση του ομίλου που η οικογένεια Παπαγιάννη δημιούργησε, με τις πωλήσεις να πέφτουν και τις υποχρεώσεις να ανεβαίνουν, ενώ η δυναμική της σε επίπεδο μεριδίων ήταν γεωγραφικά περιορισμένη. Όλα αυτά συνέβησαν επειδή η οικογένεια έπεσε θύμα των φιλοδοξιών της να γίνει όπως πολλοί έλεγαν «Δομαζάκηδες στη θέση των Δομαζάκηδων». Το success story των δημιουργών του Εν Ελλάδι και της Creta Farms και ομολογουμένως ιντρίγκαρε πολλούς.
Κι αυτό διότι δύο businessmen από το Ρέθυμνο κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μια εταιρεία – πρότυπο στα αλλαντικά. Αυτό ήθελαν και οι Αρτινοί να επιτύχουν, όμως η βιασύνη άρχισε να τους κοστίζει. Η έμφαση στην εξαγωγική δραστηριότητα ήταν το πρώτο τους βήμα. Κατόπιν ακολούθησε η εκτροφή γαλοπούλας. Βέβαια η ΒΙ.Κ.Η. δεν απέφυγε μια σειρά προστίμων για ακατάλληλη ποιότητα στο κρέας της, κι αυτό διότι βιάστηκε και σε αυτόν τον τομέα.
New Money