Η περιφρονητική του ρητορική μπορεί να βρίσκει ανταπόκριση όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε κάποιους κύκλους της ευρωπαϊκής αριστεράς. Ορισμένοι πολιτικοί και σχολιαστές θεωρούν ότι η διαμάχη μεταξύ της Αθήνας και της υπόλοιπης ευρωζώνης – ή μόνο με τη Γερμανία – ουσιαστικά είναι μάχη μεταξύ των προοδευτικών και αντιδραστικών δυνάμεων για την ψυχή της Ευρώπης, ένας δημοσιονομικός Ισπανικός Εμφύλιος για τον 21ο αιώνα.
Η δυσκολία σε αυτή την ανάλυση είναι πως τα δομικά προβλήματα της Ελλάδας – τα οποία σχηματίζουν την καρδιά του προγράμματος στήριξης στο οποίο χρειάζεται να συμφωνήσει ώστε να πάρει βοήθεια – δεν περιορίζονται σε ένα απλό πλαίσιο τάξεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ορίσει ότι ένας από τους πρώτους στόχους του θα είναι οι πλούσιοι «ολιγάρχες». Η πολιτική οικονομία της χώρας όμως, από την κορυφή ως τα νύχια, είναι ένα πελατειακό σύστημα όπου οι βασικές ομάδες συμφερόντων εξαγοράζονται σε αντάλλαγμα για συγκεκριμένες χάρες. Εν αντιθέσει με την ιδεολογική πλατφόρμα όπου τα αριστερά και τα δεξιά κόμματα στηρίζονται από διαφορετικές ομάδες της κοινωνίας, τα λόμπι την Ελλάδα αποδεικνύεται ότι είναι τα ίδια όποιος κι αν είναι στην εξουσία.
Δύσκολα θα μπορούσε να περιγράψει κανείς το δυτικοευρωπαϊκό αρχέτυπο ως κεντροαριστερό κόμμα που ιστορικά θεμελιώνεται από το συνδικαλιστικό κίνημα και τις δημόσιες υπηρεσίες και ένα κεντροδεξιό κόμμα που ιστορικά θεμελιώνεται από τις επιχειρήσεις, τους επαγγελματίας και τις διευθυντικές τάξεις. Η Ελλάδα, κατά κάποιο τρόπο μοιάζει περισσότερο με χώρα της Λατινικής Αμερικής όπου ισχυροί θεσμοί που έχουν διεισδύσει στο σύστημα, παραχαϊδεύονται όποια κι αν είναι η κυβέρνηση στην εξουσία. Όποιον κι αν ψηφίσετε, τα συμφέροντα επικρατούν.
Αυτό το σύστημα επεκτάθηκε σημαντικά κατά τη δεκαετία της δεκαετίας του 1980 με τις κυβερνήσεις του κεντροαριστερού ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν υπέστη σημαντικές μεταρρυθμίσεις από τις επόμενες κυβερνήσεις της κεντροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας.
Στους ισχυρούς πελάτες περιλαμβάνεται η ΔΕΗ, η κρατική εταιρία ενέργειας η οποία έχει γεμίσει από υποστηρικτές του κόμματος που κρατούν τις λιγότερο απαιτητικές θέσεις εργασίας, η ομοσπονδία των φοροϋπαλλήλων (οι οποίοι αρνούνται ακόμη και να συναντηθούν με Ευρωπαίους ομολόγους τους που προσφέρονται να βοηθήσουν για να βελτιωθεί η λυπηρή απόδοση των ελληνικών αρχών) και ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς, που ουσιαστικά είναι συνώνυμο του υπεράριθμου προσωπικού και της χαμηλής παραγωγικότητας.
Πολλά από αυτά τα συμφέροντα διατηρούνται παρά τις πολυετείς προσπάθειες «μεταρρυθμίσεων» υπό το τρέχον πρόγραμμα στήριξης. Το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε με την τρόικα το 2012 για παράδειγμα, αρχικά είχε στόχο μειώσεις στα γενναιόδωρα σχήματα συντάξεων των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα. Μετά από ισχυρότατο lobbying, οι μειώσεις μετατοπίστηκαν ώστε να βαρύνουν και τις πολύ λιγότερο πλούσιες συντάξεις που υπάρχουν εκτός δημοσίου τομέα.
Υπό αυτή την έννοια, οι αρχικές κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ σε ότι αφορά το πρόγραμμα δομικών αλλαγών που κληρονομήθηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως τυπική κεντροδεξιά ιδεολογία ή ως διαιώνιση του πελατειακού συστήματος. Υποσχέθηκε να αντιμετωπίσει τα κατεστημένα συμφέροντα, καταργώντας για παράδειγμα τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα. Παράλληλα όμως, πάγωσε την ιδιωτικοποίηση τόσο της ΔΕΗ όσο και του ΟΛΠ.
Για να είμαστε δίκαιοι, ο λόγος που έδωσε ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Βαρουφάκης για το πάγωμα των ιδιωτικοποιήσεων έχει κάποια ουσία. Το ξεπούλημα των κρατικών επιχειρήσεων εν μέσω χρηματοοικονομικής κρίσης και υπό την χρονική πίεση για να κλείσουν οι τρύπες στις δημόσιες δαπάνες, δεν είναι η καλύτερη συνταγή επιτυχίας για την επίτευξη της βέλτιστης τιμής. Ούτε θα βρεθεί με αυτό τον τρόπο ο καλύτερος νέος ιδιοκτήτης για να φέρει τις πολυπόθητες επενδύσεις, ειδικότερα σε μία κουλτούρα διαφθοράς και θολών προμηθειών του Δημοσίου.
Η ίδια η Γερμανία θα πρέπει να γνωρίζει ότι υπάρχει η πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί δωροδοκία για να εξασφαλιστούν συμβόλαια, καθώς οι δικές της γερμανικές επιχειρήσεις φέρονται να πλήρωσαν τέτοιες αμοιβές για να κάνουν δουλειές στην Ελλάδα.
Γενικότερα, η ιστορία της εφαρμογής μίας μακράς λίστας πολιτικά ευαίσθητων αλλαγών εν μέσω οικονομικής κατάρρευσης, δεν είναι ευχάριστη. Έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από τότε που το ΔΝΤ, υπό την πίεση του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, απαίτησε δεκάδες κινήσεις από τις ασιατικές χώρες που είχαν πληγεί από την χρηματοοικονομική κρίση της περιόδου 1997-98. Η απαίτηση για απελευθέρωση του μονοπωλίου μπαχαρικών της Ινδονησίας είχε κολλήσει για χρόνια ως σύμβολο περιττών και παρεμβατικών όρων. Η εχθρική στάση εναντίον του ΔΝΤ υπάρχει ακόμη στην περιοχή, παρά τις απολογίες που διατυπώθηκαν στη συνέχεια.
Παρόλα αυτά, η προτιμητέα λύση του κ. Βαρουφάκη φαίνεται πως δεν είναι η αναβολή των ιδιωτικοποιήσεων μέχρις ότου μπορούν να γίνουν πιο ήρεμα για να πετύχουν υψηλότερες τιμές. Αντιθέτως, θέλει να χρηματοδοτήσει επενδύσεις με δημόσιο χρήμα μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Ο Βαρουφάκης μπορεί να βλέπει σοβαρά ή όχι την αντιμετώπιση των συμφερόντων στην ελληνική οικονομία, αλλά για το δύσπιστο βορειοευρωπαίο αυτό θα φανεί σαν να ρίχνουμε περισσότερο δημόσιο χρήμα στην αδιόρθωτη ελληνική οικονομία.
Επιπλέον, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις του Βαρουφάκη, είναι ένας τεχνοκράτης που έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του στο εξωτερικό και όχι ένας ισχυρός πολιτικός. Ένα ακόμη βασικό μειονέκτημα των προγραμμάτων στήριξης του ΔΝΤ είναι πως στηρίζονται σε έναν υπουργό ο οποίος είναι λαμπρό πρόσωπο, αλλά δεν έχει το πολιτικό ανάστημα για να τα βάλει με τα κατεστημένα συμφέροντα. Εν αντιθέσει, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, τείνει να παίρνει καιροσκοπικά την πλευρά συγκεκριμένων πελατειακών ομάδων αντί να ζητά ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Δυστυχώς λοιπόν, υπάρχει σοβαρή αναντιστοιχία ανάμεσα στη μεταρρύθμιση του πελατειακού συστήματος και στις πιεστικές ανάγκες των αναγκών δημόσιας χρηματοδότησης. Το πρώτο θα πάρει χρόνια και η πορεία των προηγούμενων κυβερνήσεων δεν είναι καθησυχαστική. Η Ελλάδα, μπορεί να έχει ανέβει σημαντικά στους δείκτες διακυβέρνησης και επιχειρηματικότητας της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων της τρόικας, αλλά έχει αποτύχει στους περισσότερους διαρθρωτικούς στόχους που είχε θέσει. Η ανάγκη της για συνεχή χρηματοδότηση από την άλλη πλευρά, θα αυξηθεί τους επόμενους μήνες – αν όχι εβδομάδες.
Χρειάζεται τεράστια -αν όχι τυφλή – εμπιστοσύνη από την πλευρά των χωρών της βορείου Ευρώπης για να πιστέψουν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποδώσει μία προοδευτική εκδοχή των διαρθρωτικών αλλαγών για να απορρίψουν συνολικά την ιδέα.
Οι δύο πρώτες εβδομάδες του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία δεν τους έχουν διαβεβαιώσει ότι θα ήταν δικαιολογημένο να δείξουν αυτή την εμπιστοσύνη.
Πηγή Euro2day