H Deutsche Bank κατέγραψε μεγαλύτερες του αναμενόμενου ζημιές, ύψους 5,7 δισ. ευρώ το 2019, για πέμπτο συνεχόμενο έτος, λόγω τους κόστους από την τελευταία προσπάθεια αναδιάρθρωσής της. Τα σκάνδαλα κακοδιαχείρισης, η αποτυχημένη προσπάθεια να ανταγωνισθεί τις μεγάλες τράπεζες της Wall Street και, πιο πρόσφατα, η ματαιωθείσα συγχώνευση με την Commerzbank σημαίνουν ότι η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα βρίσκεται ακόμη σε μία κατάσταση ανάκαμψης, μία δεκαετία και πλέον από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η τελευταία προσπάθεια, υπό τον διευθύνοντα σύμβουλο Κρίστιαν Ζέβινγκ, αφορά την μείωση κατά 18.000 των θέσεων εργασίας, τη συρρίκνωση της επενδυτικής της τράπεζας και την εστίασή της στις επιχειρήσεις και πελάτες με μεγάλη περιουσία. Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, εμποδίζεται από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και τα πολύ χαμηλά επιτόκια στην Ευρωζώνης.
«Η νέα στρατηγική μας κερδίζει δυναμική», ανέφερε ο Ζέβινγκ σήμερα, σημειώνοντας ότι τα έσοδα σταθεροποιήθηκαν στο δεύτερο εξάμηνο του 2019 και ότι οι τεράστιες ζημιές οφείλονται αποκλειστικά στο κόστος αναδιάρθρωσης της τράπεζας. Ωστόσο, οι ζημιές 1,6 δισ. ευρώ που σημείωσε η Deutsche στο τέταρτο τρίμηνο ήταν μεγαλύτερες από το 1 δισ. ευρώ που ήταν η μέση πρόβλεψη των αναλυτών, με αποτέλεσμα οι ζημιές για το σύνολο του 2019 να υπερβούν τα 5 δισ. ευρώ που αναμένονταν. Με τα αποτελέσματα αυτά κλείνει μία ταραγμένη δεκαετία για την τράπεζα, στην οποία η μετοχή της Deutsche Bank έκανε βουτιά 82% και οι ζημιές της ανήλθαν συνολικά σε 15 δισ. ευρώ τα τελευταία πέντε χρόνια. Αντίθετα, η ανταγωνίστριά της στις ΗΠΑ JPMorgan Chase κατέγραψε πέρυσι κέρδη – ρεκόρ, καθώς οι συναλλαγές ομολόγων ανέκαμψαν στο τελευταίο τρίμηνο του έτους.
Για τους αναλυτές και τους επενδυτές, η ικανότητα της Deutsche να έχει έσοδα αποτελεί μία μεγάλη ανησυχία, καθώς η τράπεζα έχει αναθεωρήσει πολλές φορές πτωτικά τις προβλέψεις της. Τα έσοδά της μειώθηκαν 4% στο τέταρτο τρίμηνο στα 5,3 δισ. ευρώ και κατά 8% για όλο το 2019 στα 23,2 δισ. ευρώ. Τα στοιχεία για το τελευταίο τρίμηνο δείχνουν επίσης μία πτώση 5% στον κλάδο των επιχειρήσεων και 4% σε αυτόν των μεγάλων πελατών. Ο κερδοφόρος κλάδος συναλλαγών σε ομόλογα εκτινάχθηκε 31%, μία μεγάλη βελτίωση, αλλά μικρότερη σε σχέση με τα κέρδη που είχαν ορισμένες αμερικανικές τράπεζες.