Μιλώντας στην Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, Γιώργος Χαvτζηνικολάου, είπε πως η συγκυρία αυτή, στην οποία επιδιώκεται η αύξηση κεφαλαίου της Πειραιώς είναι «μοναδική». Ο ίδιος χαρακτήρισε ως «παραφιλολογία» τις συζητήσεις για το πως το τραπεζικό σύστημα ωφελήθηκε από τη δημόσια στήριξη και εστίασε στο ότι το τραπεζικό σύστημα έβαλε πλάτη στην τιτάνια προσπάθεια της χώρας να εξέλθει από την κρίση.
Ολόκληρη η ομιλία
«Αξιότιμε κ. Πρόεδρε, Αξιότιμοι Κύριοι Υπουργοί, Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές
Σας ευχαριστώ θερμά για τη σημερινή σας πρόσκληση και την ευκαιρία που μου δίνετε να καταθέσω τις απόψεις μου για το σημαντικό θέμα της αύξησης κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς.
Ως Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, αλλά ιδιαίτερα από τη θέση μου ως Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, κατανοώ απόλυτα το ενδιαφέρον που έχετε ως εκπρόσωποι της ελληνικής πολιτείας και θεματοφύλακες της δημόσιας περιουσίας, για τη συζητούμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς.
Καταρχάς θέλω να διευκρινίσω, για τυπικούς αλλά και ουσιαστικούς λόγους, ότι η Τράπεζα δεν έχει ανακοινώσει αύξηση κεφαλαίου. Για να γίνει αυτό, η Τράπεζα πρέπει να πάρει την εξουσιοδότηση των μετόχων της στην επικείμενη Γενική Συνέλευση των Μετόχων που θα πραγματοποιηθεί στις 7 Απρίλιου και να λάβει τη σχετική απόφαση το Διοικητικό της Συμβούλιο.
Είναι όμως αναμενόμενο, ότι η Διοίκηση της Τράπεζας, με την έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου, θα προτείνει την αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας. Η εξουσιοδότηση από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων θα ξεκινήσει μια σειρά από ενέργειες που θα προσδιορίσουν τις διάφορες παραμέτρους αυτής της διαδικασίας.
Αναφέρθηκα στην εισαγωγή μου, και χαρακτήρισα την αναμενόμενη αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς ως ένα σημαντικό θέμα. Είναι όντως σημαντικό θέμα, διότι μια επιτυχημένη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου από μια ελληνική τράπεζα, θα σηματοδοτήσει πανηγυρικά την επιστροφή της χώρας και του τραπεζικού συστήματος στην κανονικότητα.
Τι είναι όμως αυτό που, από ό,τι ακούμε όλοι, δημιουργεί το μεγάλο ενδιαφέρον από τους επενδυτές, για συμμετοχή σε μια αύξηση κεφαλαίου; Η απάντηση είναι ότι η Τράπεζα Πειραιώς έχει παρουσιάσει ένα πειστικό και αξιόπιστο σχέδιο κεφαλαιακής ενίσχυσης, με παράλληλες ενέργειες δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου, με στόχο να μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, από 45% που είναι σήμερα, σε μονοψήφιο ποσοστό.
Η σχεδιαζόμενη αύξηση των κεφαλαίων της Τράπεζας, θα επιτρέψει την ταχύτερη μείωση των επισφαλών απαιτήσεων και θα δώσει την ευκαιρία στην Τράπεζα, να επικεντρωθεί κατά 100% στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Και είναι ακριβώς αυτή η προοπτική που δημιουργεί προσδοκώμενη αύξηση στην αξία της Τράπεζας Πειραιώς, και κατ’ επέκταση το επενδυτικό ενδιαφέρον για την συμμετοχή στην αύξηση κεφαλαίου, που όλοι ακούμε.
Αρα, η αναμενομένη αύξηση σηματοδοτεί αλλαγή σελίδας, όχι μόνο για την Τράπεζα Πειραιώς, που έχει το μεγαλύτερο φορτίο μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και για ολόκληρο το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Περνάμε από το χθες – που ήταν χαρακτηρισμένο από τράπεζες βεβαρημένες με κόκκινα δάνεια – στο αύριο, δηλαδή, σε μια εποχή όπου οι τράπεζες θα είναι 100% αφοσιωμένες στη χρηματοδότηση της οικονομίας. Με απλά λόγια, η αύξηση αυτή, σηματοδοτεί την πλήρη επιστροφή στην κανονικότητα, τόσο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, όσο και της ελληνικής οικονομίας.
Επιτρέψτε μου τώρα να σχολιάσω την επιλογή της τρέχουσας περιόδου, ως του καλυτέρου δυνατού χρόνου διενέργειας μιας αύξησης μετοχικού κεφαλαίου.
Τα μηνύματα που μας μεταφέρουν οι εγχώριοι και διεθνείς θεσμικοί επενδυτές που συναντάμε στο πλαίσιο των ενημερωτικών συναντήσεων (roadshows) είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά.
Παρόμοια αισιόδοξα μηνύματα λαμβάνουμε και από τους διεθνείς επενδυτικούς μας συμβούλους, οι οποίοι συναντούν εκατοντάδες επενδυτές. Και αυτοί, μας μεταφέρουν την πολύ θετική υποδοχή της προοπτικής αύξησης κεφαλαίου στο άμεσο μέλλον.
Υπάρχει, πραγματικά, μια σύγκλιση των περιστάσεων που δημιουργείται από:
– την αισιόδοξη προοπτική για την Ελλάδα μετά την κρίση, και των ενθαρρυντικών αξιολογήσεων από τους οίκους αξιολόγησης,
– τις επανειλημμένες επιτυχείς εξόδους της χώρας στις αγορές χρέους,
– τη μεγάλη ρευστότητα που υπάρχει στις αγορές κεφαλαίου, λόγω της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής που επικρατεί διεθνώς,
– κυρίως όμως, είναι αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης των επενδυτών στην Τράπεζα Πειραιώς και τη Διοίκησή της, καθώς και στο πλάνο για οριστική εξυγίανση του ισολογισμού της Τράπεζας από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που σώρευσε η δεκαετής οικονομική κρίση.
Η συγκυρία αυτή είναι σπάνια και ιδιαίτερα πολύτιμη, όχι μόνον για την Τράπεζα Πειραιώς, αλλά και για τη χώρα, αφού θα σηματοδοτήσει την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος στην κανονικότητα.
Σε βάρος όμως αυτής της προσπάθειας για άλμα προς τα εμπρός, έχει δυστυχώς καλλιεργηθεί μια απίστευτη παραφιλολογία σχετικά με την φημολογούμενη και αβάσιμη απεμπόληση δικαιωμάτων και περιουσίας από πλευράς του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και του Δημοσίου. Αυτή η παραφιλολογία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και υποτιμά σημαντικά το ρόλο και τη συμβολή του τραπεζικού συστήματος στην οικονομία.
Είναι γεγονός ότι οι τράπεζες δέχθηκαν την βοήθεια του ελληνικού Δημοσίου και στηρίχθηκαν από χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου σε μια πάρα πολύ δύσκολη συγκυρία.
Αυτή όμως είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Να δούμε και την άλλη. Αυτήν δηλαδή της προάσπισης από το τραπεζικό σύστημα του δημοσίου συμφέροντος, με αίσθηση εθνικού καθήκοντος και χωρίς τυμπανοκρουσίες. Διότι, σε αυτήν την μεγάλη εθνική περιπέτεια, εάν το Δημόσιο και το τραπεζικό σύστημα δεν είχαμε σταθεί δίπλα το ένα στο άλλο, χέρι – χέρι, πολύ απλά κανένα δεν θα βγαίναμε όρθιοι από αυτήν.
Φυσικά και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ωφελήθηκε από τη συμμετοχή του ελληνικού Δημοσίου στις τράπεζες με μέτρα κεφαλαιακής ενίσχυσης. Ήταν όμως και μεταξύ των θυμάτων της κρίσης, αφού υπέστη σημαντικές ζημίες προκειμένου να βάλει πλάτη στην τιτάνια και δύσκολη προσπάθεια της χώρας να ξεπεράσει την δεκαετή οικονομική κρίση. Και ανέλαβε στο ακέραιο το μερίδιο κόστους που του αναλογεί, με γενναιότητα, στηρίζοντας το Ελληνικό Δημόσιο και τη μεγάλη εθνική προσπάθεια.
Έτσι, όταν τα κρατικά ομόλογα που κατείχαν οι τράπεζες, κουρεύτηκαν, συνέβαλε καταλυτικά στη μείωση του εθνικού δημόσιου χρέους. Το ίδιο συνέβη όταν οι ισολογισμοί των τραπεζών και η αξία των μετόχων/επενδυτών επανειλημμένα εξαϋλώθηκαν. Δηλαδή, όταν οι τράπεζες επωμίστηκαν μόνες τους το τεράστιο κόστος των κόκκινων δανείων που στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν εξυπηρετήθηκαν, διαγράφοντας μεγάλα ποσά από το ενεργητικό τους με δικό τους κόστος, ώστε να προστατέψουν τους καταθέτες, δηλαδή τους Έλληνες φορολογούμενους.
Στα παραπάνω, πρέπει να υπολογίσουμε το κόστος για τις ελληνικές τράπεζες που οφείλεται, όχι σε δικές τους αστοχίες αλλά στο Δημόσιο, όπως:
– η αύξηση στο κόστος κεφαλαίων, από την απώλεια επενδυτικής βαθμίδας από πλευράς ελληνικού Δημοσίου
– οι ζημίες από τα δυο μεγάλα κύματα φυγής καταθέσεων το 2012 και το 2015, που ανάγκασε τις τράπεζες να προμηθεύονται ρευστότητα από το μηχανισμό ELA, με σημαντικά αυξημένο κόστος
– οι ζημίες από την επιβολή τραπεζικής αργίας και capital controls που ουσιαστικά απέκοψαν τις ελληνικές τράπεζες από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα για μεγάλο χρονικό διάστημα, και
– η υποχρεωτική αποχώρηση των ελληνικών τραπεζών από τα Βαλκάνια και αλλού, και οι επακόλουθες ζημίες στους ενοποιημένους ισολογισμούς τους.
Μόνο τότε το θέμα της ζημίας του Ελληνικού Δημοσίου λόγω της παροχής κεφαλαιακής ενίσχυσης στις τράπεζες, μπορεί να τοποθετηθεί στο σωστό πλαίσιο.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό, αντί να κοιτάμε πίσω, να κοιτάξουμε μπροστά. Σε αυτό το πλαίσιο, η συζητούμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς, θα είναι ο καταλύτης εξελίξεων που θα μας επιτρέψουν να φύγουμε μπροστά, και να απελευθερώσουμε τις παραγωγικές δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος, προς όφελος της Ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Και να μπορέσουμε, επιτέλους, να επιτελέσουμε τον θεσμικό μας ρόλο χωρίς τα βάρη του παρελθόντος – που είναι η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα, και πρωτίστως της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας».