Μπροστά σε εξαιρετικά δυσάρεστες εκπλήξεις αναμένεται να βρεθούν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, καθώς πέρα από την εκτίναξη των συνολικών εισφορών, τις οποίες πληρώνουν όσοι επιτηδευματίες δηλώνουν τα πραγματικά τους εισοδήματα -μαζί με τους φόρους οι συνολικές κρατήσεις ανέρχονται ακόμη και στο 60%-65% του καθαρού εισοδήματος-, έχουν να αντιμετωπίσουν και κρυφές παγίδες.
Χιλιάδες ασφαλισμένοι που σήμερα πληρώνουν ένα πάγιο ποσό στον ΟΑΕΕ -μέτοχοι ανωνύμων εταιρειών που μετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο, διαχειριστές ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών και ΕΠΕ, ομόρρυθμοι και ετερόρρυθμοι εταίροι- βρίσκονται αυτή τη στιγμή στον «αέρα», καθώς δεν υπάρχει σαφής εικόνα για το πώς θα υπολογίζονται οι ασφαλιστικές τους εισφορές.
Τα προβλήματα δεν εντοπίζονται μόνο στις επιχειρήσεις: ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένη η διάταξη για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών του πρώην ΟΑΕΕ ανοίγει και άλλα ζητήματα.
Όπως γράφει η Ναυτεμπορική οι ελεύθεροι επαγγελματίες κινδυνεύουν:
-να πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές όχι βάσει του πραγματικού τους εισοδήματος αλλά βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης, καθώς το ασφαλιστικό νομοσχέδιο αναφέρεται στο φορολογητέο εισόδημα. Φορολογητέο εισόδημα είναι το τεκμαρτό σε περίπτωση που αυτό ξεπερνά το πραγματικό.
-να πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές με βάση το καθαρό αποτέλεσμα της προηγούμενης χρήσης. Δηλαδή, αν μια χρονιά έχουν κέρδη 20.000 ευρώ και την επόμενη ζημιές, τη χρονιά του αρνητικού αποτελέσματος θα είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν στο ασφαλιστικό ταμείο εισφορές με βάση τα κέρδη της προηγούμενης χρήσης.
-Οι επαγγελματικές δαπάνες έχουν πλέον διπλή σημασία. Βάσει των επαγγελματικών δαπανών θα μειώνεται όχι μόνο το φορολογητέο εισόδημα, κατά συνέπεια ο φόρος εισοδήματος, αλλά και οι ασφαλιστικές εισφορές. Επομένως, αν ένας ελεγκτής της εφορίας απορρίψει μια επαγγελματική δαπάνη, ο επιτηδευματίας θα καλείται να πληρώνει και πρόσθετους φόρους και περισσότερες εισφορές.
Από τη μία το κίνητρο της φοροδιαφυγής μεγαλώνει (καθώς ταυτόχρονα θα γίνεται και εισφοροδιαφυγή) και από την άλλη μεγαλώνει η δύναμη του ελεγκτή της εφορίας. Μια απλή «λογιστική διαφορά» (δηλαδή η απόρριψη μιας δαπάνης) μπορεί να μπλέξει τον επιτηδευματία σε μεγάλες οικονομικές περιπέτειες.