«Είναι ένα πρόγραμμα σοβαρό, μετρημένο το οποίο από τη μια πετυχαίνει να έχουμε μικρά ελλείμματα, λογικά πρωτογενή πλεονάσματα και από την άλλη σημαντικότατη μείωση του δημόσιου χρέους. Παράλληλα, μας επιτρέπει να έχουμε αύξηση των μισθών που υποσχεθήκαμε, μείωση της ανεργίας, σημαντικότατη αύξηση των αμυντικών δαπανών, στήριξη του κοινωνικού κράτους και αύξηση του εισοδήματος».
Αυτό τόνισε χαρακτηριστικά ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης, ενημερώνοντας στη κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών, Οικονομικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής, σχετικά με το «Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028», ενόψει της κατάθεσης του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.΄
Όπως είπε ο κ. Χατζηδάκης, «στόχος της κυβέρνησης μέσα από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα είναι να συνεχίσει μια πολιτική που θα ανεβάσει την Ελλάδα αρκετά σκαλιά ψηλότερα», απορρίπτοντας κατηγορηματικά λαϊκίστικες πολιτικές το κόστος των οποίων θα πληρώσει ο ελληνικός λαός.
«Δεν πρόκειται να το επιτρέψουμε στους εαυτούς μας, δεν πρόκειται να λερώσουμε το όνομα μας, ούτε εμείς στο υπουργείο Οικονομικών, ούτε, πολύ περισσότερο, ο πρωθυπουργός, για να κάνουμε πρόσκαιρες, λαϊκίστικες πολιτικές των οποίων το κόστος στη συνέχεια θα κληθούμε να πληρώσουμε ασφαλώς και εμείς, αλλά κυρίως ο ελληνικός λαός.
Θαύματα δεν υποσχόμαστε, είναι μετρημένα αυτά που υποσχόμαστε.
Με το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, η κυβέρνηση επιδιώκει να συνεχίσει μια πολιτική η οποία θα ανεβάσει την Ελλάδα αρκετά σκαλιά ψηλότερα, συνδυάζοντας την δημοσιονομική σταθερότητα, με μια φιλοεπενδυτική προσέγγιση, η οποία θα ωθήσει την ανάπτυξη περισσότερο αλλά ταυτόχρονα, θα βοηθήσει να υπάρχουν χαμηλότερα επίπεδα δημοσίου χρέους η οποία θα είναι θετική για τους Έλληνες πολίτες», υπογράμμισε ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας.
Ο κ. Χατζηδάκης έκανε λόγο για «ένα νέο πλαίσιο που έχει ειδική μεταχείριση αμυντικών δαπανών, -που αποτελούσε αίτημα διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων- πρόνοιες για προστασία των επενδύσεων και σταδιακή μείωση του δημόσιου χρέους, ώστε να μην υπονομεύεται η ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή και μεγαλύτερες ευελιξίες σε ότι αφορά την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο».
Έμφαση έδωσε σε έναν σημαντικό νέο κανόνα, όπως το χαρακτήρισε, που είναι η «αντικυκλική πολιτική».
«Αυτό σημαίνει ότι το όριο δαπανών διαμορφώνεται βάσει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και παραμένει σταθερό, τόσο σε περιόδους ανάκαμψης όσο και σε περιόδους επιβράδυνσης και ύφεσης της οικονομίας.
Με απλά λόγια, επιτρέπει στην ελληνική κυβέρνηση και τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να διατηρούν σταθερές τις δαπάνες, ακόμα και σε περιόδους που η οικονομία δεν πηγαίνει καλά. Αν η οικονομία δηλαδή υπεραποδίδει δεν θα μπορούμε να ξεπερνούμε το όριο των δαπανών που είναι μέσα στο Πρόγραμμα, αν όμως η οικονομία δεν αποδίδει όπως συνέβαινε σε ακραία μορφή την περασμένη 10ετία, τότε δεν θα τιμωρούμαστε για αυτό ούτε θα τιμωρούνται οι Έλληνες φορολογούμενοι με περαιτέρω περιοριστικές πολιτικές αλλά θα χρησιμοποιείται το απόθεμα το οποίο θα έχει δημιουργηθεί, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες εκείνης της περιόδου», διευκρίνισε.
Έμφαση έδωσε στην αύξηση των δαπανών κατά 3,3% ανά έτος κατά μέσο όρο και προβλέπονται ότι θα είναι υψηλότερες κατά περίπου 13,8 δις ευρώ σε σχέση με φέτος, λέγοντας χαρακτηριστικά.
«Με βασικό μας επιχείρημα την υπεραπόδοση του προϋπολογισμού του 2024, πετύχαμε το ποσό αυτό να είναι αυξημένο κατά 4 δις ευρώ περίπου σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις της ΕΕ.
Ειδικότερα, οι δαπάνες το 2025 θα είναι κατά 700 εκ ευρώ υψηλότερες και θα είναι περίπου ένα δις ευρώ το 2026 και κάθε επόμενο έτος. Η αύξηση αυτή συνεπάγεται επιπλέον καθαρές πρωτογενείς δαπάνες ετησίως, περίπου 3,7 δις ευρώ για το 2025 και το 2026 και 3,2 δις το 2027 και το 2028.
Δηλαδή στο τέλος της τετραετίας οι δαπάνες θα είναι υψηλότερες κατά περίπου 13,8 δις ευρώ σε σχέση με φέτος».
Αναλύοντας στο πως θα κατανεμηθούν αυτές, ανέφερε ότι «το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης κατευθύνεται σε λειτουργικές δαπάνες, μεταξύ των οποίων αύξηση των δαπανών με έμφαση την υγεία και στην παιδεία, στις συντάξεις, στην αύξηση των αποδοχών και κάλυψη των δαπανών για νέες συντάξεις και στα εξοπλιστικά προγράμματα. Αυτά είναι χονδρικά 1 δις σε κάθε τομέα και θα απομένει ένα ποσό της τάξεως του 1 δις ετησίως για κάλυψη των άλλων αναγκών».
Ο κ. Χατζηδάκης προέταξε «δύο βασικές προτεραιότητες για τις οποίες η χώρα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ξεφύγει, που είναι η Εθνική Άμυνα και οι συντάξεις.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε επίσης στο πρωτογενές πλεόνασμα, τονίζοντας ότι «η χώρα φέτος θα πετύχει 2,4% έναντι προβλέψεως 2,1%»
«Αυτό το κατάφερε για δύο λόγους. Λόγω της ανάπτυξης και λόγω της επιτυχίας που έχουμε στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
Και λόγω αυτού του πλεονάσματος και της θετικής επίδρασης που έχει στα δημοσιονομικά κατορθώσαμε και πείσαμε ΕΕ να έχουμε περαιτέρω δυνατότητα για αύξηση των δαπανών σε σχέση με αυτά που πρότεινε», σημείωσε.
Ο κ. Χατζηδάκης χαρακτήρισε τους νέους κανόνες, «πιο διευκολυντικούς για την Ελλάδα στην επίτευξη των επιδιώξεων της».
Αισιόδοξος εμφανίστηκε για τη μείωση του συνολικού δημόσιου ελλείμματος της χώρας, επισημαίνοντας ότι «θα παραμείνει για όλη την 4ετία κοντά στο 1% του ΑΕΠ» ενώ απέρριψε κατηγορηματικά «αστόχαστη, επιπόλαια ή λαïκίστικη πολιτική που θα οδηγούσε σε υπερβολικό έλλειμμα».
«Το ελληνικό δημόσιο έλλειμμα είναι αρκετά κάτω από το όριο του 3% που προβλέπει το Σύμφωνο. Η επίδοση αποτελεί στοιχείο νοικοκυριού. Και στέλνει μήνυμα εμπιστοσύνης στις αγορές και τους επενδυτές. Επιτυγχάνεται δε, σε μία περίοδο που επτά χώρες της ΕΕ μεταξύ των οποίων η Ιταλία, η Γαλλία και το Βέλγιο, βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα – μετά τη δραματική εμπειρία της προηγούμενης 10ετίας- έμπαινε και πάλι, λόγω μιας αστόχαστης επιπόλαιας ή λαïκίστικης πολιτικής σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Τι θα σήμαινε για την Ελλάδα αυτή η εξέλιξη; Και τι μήνυμα θα έστελνε η κυβέρνηση αν επέτρεπε να συμβεί αυτό στους Έλληνες πολίτες που επί χρόνια τώρα υποβάλλονται σε θυσίες για να φτιαχτούν τα δημόσια οικονομικά και να προχωρήσει η Ελλάδα σε μια άλλη εποχή. Νομίζω θα ήμασταν κατώτεροι των περιστάσεων για να πω κάτι πολύ ήπιο. Και είναι κάτι που δεν πρόκειται να το επιτρέψουμε στους εαυτούς μας, δεν πρόκειται να λερώσουμε το όνομα μας, ούτε εμείς στο υπουργείο Οικονομικών ούτε πολύ περισσότερο ο πρωθυπουργός, για να κάνουμε πρόσκαιρες, λαϊκίστικες πολιτικές των οποίων το κόστος στη συνέχεια θα κληθούμε να πληρώσουμε ασφαλώς και εμείς αλλά κυρίως ο ελληνικός λαός», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Χατζηδάκης.
Στη συνέχεια μίλησε για την επιτυχία της χώρας «να δανείζεται ακόμα και για τα πενταετή ομόλογα, φθηνότερα σε σχέση και με τη Γαλλία».
«Αυτό δεν έτυχε, πέτυχε. Και είναι αποτέλεσμα κάποιων πολιτικών που κάποιοι μπορεί να τις υποτιμούν, αλλά εξασφαλίζουν εκατοντάδες εκ. ευρώ όφελος κάθε χρόνο στους έλληνες. Μόνο λόγω της επενδυτικής βαθμίδας, για όσα δανειστήκαμε το 2024, θα πληρώσουν οι Έλληνες φορολογούμενοι λιγότερα 800 εκ ευρώ σε βάθος 10ετίας», είπε.
Έμφαση έδωσε ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας για το δημόσιος χρέος ως προς το ΑΕΠ, εκτιμώντας ότι «αναμένεται να μειωθεί κατά 20% ποσοστιαίες μονάδες».
«Είχε φτάσει κάποια στιγμή 207% επί του ΑΕΠ. Το 2024 αναμένεται να κλείσει στο 153,7% και το 2028, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, θα περιοριστεί στο 133,4% του ΑΕΠ. Η μείωση αυτή είναι πολύ σημαντική και είναι η μεγαλύτερη μείωση στην ΕΕ. Το 2028 η Ελλάδα δεν θα είναι πια η χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην ΕΕ. Και επαναλαμβάνω σήμερα εδώ ότι, έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα μέχρι τέλος του έτους θα προβεί σε πρόωρη αποπληρωμή μέρος του δημόσιου χρέους γιατί μπορούμε να το κάνουμε ύψους 7,9 δις ευρώ. Και αυτό είναι μήνυμα εμπιστοσύνης και θετικής πορείας της ελληνικής οικονομίας» , υπογράμμισε.
Αποκωδικοποιώντας τα οφέλη του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου τα οποία όπως είπε θα πιστοποιηθούν και από το ΕΚΟΦΙΝ, ο κ. Χατζηδάκης ανέφερε μεταξύ άλλων ότι:
-Θα έχουμε μία πολύ σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους. Από το 207% που ανεβήκαμε το 2020-2021 θα έχουμε κατέβει στο 133,4% και δεν θα είμαστε η χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην ΕΕ, μετά από πολλά -πολλά χρόνια ακόμα και πριν την κρίση.
– Θα έχουμε μία πολύ σημαντική συγκράτηση του ελλείμματος πολύ κάτω από το όριο που θέτουν οι συνθήκες στέλνοντας ένα μήνυμα σοβαρής δημοσιονομικής διαχείρισης και νοικοκυροσύνης.
-Τα πρωτογενή μας πλεονάσματα θα είναι αυτά που έχουμε και φέτος που μπορούμε πια να τα πετυχαίνουμε.
-Θα υπάρχει διαρκής αύξηση του ΑΕΠ, το ονομαστικό θα ανέβει από 232 δις το 2024 σε 272 δις το 2028 αλλά και το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξάνεται με όρους πολύ θετικούς στο πλαίσιο της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
«Ήδη ήμαστε δεύτεροι στο δεύτερο τρίμηνο του 2024 σε ρυθμούς ανάπτυξης στην ΕΕ. Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος να συγκλίνουμε, μετά την μεγάλη μαχαιριά που υπέστη η χώρα την περίοδο της κρίσης, όπου χάσαμε πάνω από το 1/4 του κατά κεφαλήν εισοδήματος», σημείωσε ο κ. Χατζηδάκης.
Ο κ. Χατζηδάκης επέμεινε ότι «η ΝΔ θα τηρήσει στο ακέραιο τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, προσηλωμένη απολύτως στο πρόγραμμα της».
«Θα συνεχιστούν μια σειρά από μεταρρυθμίσεις σε τομείς, οι οποίες περιγράφονται στο Μεσοπρόθεσμο, όπως το δημογραφικό, το στεγαστικό η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης, η υγεία με προσλήψεις μόνιμου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού και αναβάθμιση των δημόσιων νοσοκομείων, η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, τα μη κρατικά πανεπιστήμια που θα φέρουν νέες θέσεις εργασίας, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, η στήριξη στους νέους αγρότες, η στόχευση κοινωνικών επιδομάτων», τόνισε.
Παράλληλα, έδωσε έμφαση «στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής, η οποία θα μας επιτρέψει να ρίξουμε περαιτέρω τους φόρους».
«Όσο μεγαλύτερη επιτυχία έχουμε στο μέτρο της φυροδιαφυγής τόσο περισσότερο θα μπορέσουμε να ρίξουμε τους φόρους. Όσο δεν πετυχαίνουμε στο μέτωπο της φοροδιαφυγής τόσο δεν θα μπορούμε να ρίχνουμε και τους φόρους», σημείωσε.
«Είναι ένα πρόγραμμα σοβαρό, μετρημένο το οποίο από τη μια πετυχαίνει να έχουμε μικρά ελλείμματα, λογικά πρωτογενή πλεονάσματα και από την άλλη σημαντικότατη μείωση του δημόσιου χρέους. Παράλληλα μας επιτρέπει να έχουμε αύξηση των μισθών που υποσχεθήκαμε, τη μείωση της ανεργίας, σημαντικότατη αύξηση των αμυντικών δαπανών, στήριξη του κοινωνικού κράτους και αύξηση του εισοδήματος.
Θαύματα δεν υποσχόμαστε, είναι μετρημένα αυτά που υποσχόμαστε. Αν νομίζετε ότι λέμε πράγματα τα οποία δεν στέκονται αλλά θα εγκριθούν από την ΕΕ και τις υπόλοιπες 26 χώρες της ΕΕ τότε νομίζω θα παραδεχτείτε ότι μπορεί μεν να μην είμαστε καλά στα οικονομικά αλλά κατορθώνουμε να συνωμοτεί το σύμπαν υπέρ μας και να εκφράζεται με πολύ θετικό τρόπο για την κυβέρνηση και την οικονομία της χώρας. Η αλήθεια είναι ότι μάγοι και ταχυδακτυλουργοί δεν είμαστε αλλα προσπαθούμε να είμαστε σοβαροί, υπεύθυνοι, αποτελεσματικοί και να κάνουμε αυτά που υποσχεθήκαμε», κατέληξε ο κ. Χατζηδάκης.
Από την πλευρά του, ο Υφυπουργός Οικονομικών, Θανάσης Πετραλιάς, έκανε λόγο για μία «συνετή δημοσιονομική πολιτική» τονίζοντας ότι ποτέ ξανά η χώρα δεν πρέπει να επιστρέψει σε πολιτικές που δημιουργούν ελλείμματα.
«Με το νέο Μεσοπρόθεσμο σχέδιο πρέπει να πετύχουμε τους στόχους και κανείς δεν θα επιτρέψει να τους ξαναχάσουμε και να μπει η χώρα σε περιπέτειες», τόνισε ο κ. Πετραλιάς .
Έμφαση έδωσε κυρίως: στην «επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για να αρθούν οι ακαμψίες στις αγορές προϊόντων και αγαθών, ώστε να βλέπουμε αποκλιμάκωση των τιμών πιο γρήγορα», και «στην ενίσχυση των εξαγωγών διότι υπάρχουν ανισορροπίες και πρέπει να προσέξουμε το εμπορικό ισοζύγιο όσο γίνεται περισσότερο», όπως είπε.
Ο σύμβουλος στη Διεύθυνση Οικονομικής ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Χονδρογιάννης, χαρακτήρισε ορθή την κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής και εφικτούς τους στόχους που έχουν τεθεί στο Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα.
Πάντως, αναγνώρισε ότι «ο πληθωρισμός όπως φαίνεται παραμένει σε υψηλά επίπεδα» ενώ εκτίμησε ότι «το διαρθρωτικό πλεόνασμα θα είναι λίγο λιγότερο από τις προβλέψεις», πρότεινε «μία βελτιωμένη στόχευση των κοινωνικών παροχών» ενώ επέστησε την προσοχή σε κινδύνους που μπορεί να υπάρξουν από ενδεχόμενες γεωπολιτικές αναταράξεις.
Όπως είπε ο κ. Χονδρογιάννης «συνετή δημοσιονομική πολιτική πρέπει να είναι η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και η διατήρηση σημαντικών πλεονασμάτων, η προσήλωση στην τήρηση του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου, η αξιόπιστη αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ, η δημιουργία αποθεμάτων , η προσήλωση στο μεταρρυθμιστικό έργο με αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων και οι παραγωγικές επενδύσεις.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε «στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και με φορολογικά κίνητρα σε καταναλωτές για μη απόκρυψη συναλλαγών σε κλάδους που έχουν αυξημένη φοροδιαφυγή».
Η Πρόεδρος του Ελληνικού Δημόσιου Συμβουλίου, Αναστασία Μιαούλη, μίλησε για απόψεις της Ανεξάρτητης Αρχής που συμβαδίζον με τις προβλέψεις και τις εκτιμήσεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, σημείωσε ότι ως προς τις επενδύσεις οι εκτιμήσεις του είναι πιο συγκρατημένες.
Παράλληλα, ιεράρχησε «ως πρώτο κίνδυνο που θα μπορούσε να προκαλέσει αναπάντεχες δημοσιονομικές απαιτήσεις, τη γεωπολιτική κρίση που είναι τόσο κοντά μας».
«Για αυτό, θέλουμε να δώσουμε το μήνυμα ότι αν ο κανόνας των δαπανών μπορεί να κρατηθεί κάτω από τα όρια που μας επιτρέπονται, δημιουργώντας αποθέματα, αυτά θα είναι πολύτιμα μέσα στο περιβάλλον αβεβαιότητας στο οποίο ζούμε», πρόσθεσε.
Για ανάγκη στοχοπροσήλωσης στο διαρθρωτικό τομέα, στην παραγωγικότητα, και στην αποτελεσματικότητα του δημοσίου έκανε λόγο, ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Ιωάννης Τσουκαλάς, τονίζοντας ότι σε αυτές τις βασικές αρχές πρέπει να κινηθεί η χώρα τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Όπως, είπε, η φιλοσοφία του νέου πλαισίου είναι να μπορούμε να μειώνουμε το χρέος σε περιόδους ανάπτυξης ώστε να μην αναγκαζόμαστε να επιβάλουμε μέτρα λιτότητας και να επιβαρύνεται η κοινωνία με δυσανάλογα μέτρα.
«Σημαντικό στοιχείο είναι το υψηλότερο επίπεδο αξιοπιστίας του πλαισίου που αφαιρεί τη δυνατότητα σε μια κυβέρνηση να πηγαίνει σε εφήμερες πολιτικές που μακροχρόνια είναι επώδυνες. Πετύχαμε τη σταθερότητα της χώρας την οποία όμως πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού», κατέληξε.