Εισοδήματα από μετοχές, τόκους ή εκποίηση περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν πριν από το 2010 (οικονομικό 2011), ακόμη και αν δηλωθούν εκ των υστέρων δεν βαρύνονται με εισφορά αλληλεγγύης.
Αυτό προβλέπει απόφαση που εξέδωσε ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων Γιώργος Πιτσιλής και η οποία «ανοίγει τα μάτια» σε φορολογουμένους που δεν γνώριζαν πως μπορούν να επικαλεστούν συγκεκριμένα εισοδήματα παρελθόντων ετών για να καλύψουν τεκμήρια, χωρίς να κινδυνεύουν να επιβαρυνθούν με έκτακτες εισφορές.
Η απόφαση αναφέρει πως με βάση τους νόμους 3986/2011 και 4305/2014 επιβάλλεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ των φυσικών προσώπων που προέκυψαν κατά τις διαχειριστικές χρήσεις 2010 έως και 2014 και δηλώνονται με τις δηλώσεις των αντίστοιχων οικονομικών ετών 2011-2015, αλλά και στα εισοδήματα που αποκτώνται κατά τα φορολογικά έτη 2015 και 2016.
Ακολούθως ξεκαθαρίζει πως εισοδήματα παλαιότερων ετών, που αποκτήθηκαν πριν από την επιβολή της εισφοράς και δεν ήταν υποχρεωτικό να δηλωθούν, δύνανται να δηλώνονται εκπρόθεσμα στο πρώτο μη παραγεγραμμένο έτος, που σήμερα είναι η χρήση 2010 (οικονομικό 2011), στου οποίου τα εισοδήματα άρχισε να επιβάλλεται η ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Όπως διευκρινίζεται, η δυνατότητα αυτή έχει δοθεί, διότι κάποια εισοδήματα που δεν είχαν υποχρέωση να δηλωθούν και συνεπώς δεν καθιστούν παράβαση για τον φορολογούμενο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ληφθούν υπόψη κατά το σχηματισμό κεφαλαίων προηγούμενων ετών.
Συγκεκριμένα πρόκειται για εισοδήματα από μερίσματα, πώληση μετοχών, τόκους, αλλά και ποσά που δεν αποτελούν εισόδημα αλλά καλύπτουν τεκμήρια, όπως η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων.
Να σημειωθεί πως τα παραπάνω εισοδήματα όχι μόνον δεν βαρύνονται με τις προαναφερθείσες έκτατες εισφορές, αλλά μπορούν και να χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν τεκμήρια, γλυτώνοντας έτσι τους φορολογουμένους από την πληρωμή υπέρογκων φόρων εισοδήματος.
Το μόνο που χρειάζεται είναι ο φορολογούμενος να δηλώσει τα εισοδήματα αυτά ως «αναλωθέν κεφάλαιο παρελθόντων ετών» στον πίνακα 6 της φορολογικής δήλωσης και με τον τρόπο αυτό να υπερκαλύψει την πρόσθετη διαφορά τεκμαρτού εισοδήματος που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια.